Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

"το βασίλειό μου για ένα άλογο" είπε ο βασιλιάς Ριχάρδος στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ, όταν επιζητούσε τρόπο να ξεφύγει.
το βασιλειό μου για μια θέση, μια θεσούλα στο δημόσιο: αυτό ήταν το σύνθημα που μας γαλούχησε έναν αιώνα νεοελληνικού κοινωνικού βίου. Η πολιτική των πελατειακών σχέσων των κομμάτων στην Ελλάδα.

Να τι γράφει ο Ρίτσος στην Ανυπόταχτη πολιτείααμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου:

ο μικροαστισμός και η αναξιοκρατία: οι πελατειακές σχέσεις του μετεμφυλιακού κράτους με αποκλειστικό άξονα την εθνικοφροσύνη.

[…]

Ουρά στους προθάλαμους των υπουργείων,

ζητώντας προτεραιότητα, ξεγελώντας, δωροδοκώντας-μια πρώτη

θέση-

Πολυθεσίτες στα γραφεία τους-στο στίλβωμα του τραπεζιού κα-

θρεφτισμένες

κίτρινες, μακρουλές μορφές ανέργων,

το μελανοδοχείο γυμνή μασέλλα-

υπουργοί γυαλίζοντας τα παράσημά τους με τη στάχτη της πυρ-

καϊάς-

αντίκρυ στη στέγη ακουμπάει τη γροθιά του ο ήλιος

κι η ουρά να διαμαρτύρεται-κανείς να μην αφήνει τη θέση

του. –Πώς να ζήσετε;

Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Η Κέρκυρα από το Μύθο στην Ιστορία . Α



A.
α. «Ο Ακουσίλαος[1] εξιστορεί πως συνέβη να πέσουν ρανίδες αίματος στη γη από τον ευνουχισμό του Ουρανού και από αυτές γεννήθηκαν οι Φαίακες 2fg 4 J. Άλλοι, όπως ο Ησίοδος, λένε ότι γεννήθηκαν οι γίγαντες. Και ο Αλκαίος επίσης, ο λυρικός ποιητής, λέει ότι οι Φαίακες γεννήθηκαν από τις σταγόνες αίματος του Ουρανού». fg 206 Lobel= 116 B. III 185.[2]
β.
«…άλλοι όμως λένε πως το δρεπάνι με το οποίο κόβουν τα στάχυα είναι της Δηώς (ἡ Δηώ, τῆς Δηοῦς[3]) της βασίλισσας του κάτω κόσμου. Η Δηώ έζησε κάποτε στο νησί αυτό από αγάπη για τη Μάκρη και δίδαξε τους Τιτάνες να θερίζουν τα πλούσια στάχυα »
Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, Δ, 986-991





[1] Λογογράφος του 5ου αι. π. Χ. ένας από τους προδρόμους των Ελλήνων ιστορικών. Το έργο του Γενεαλογίαι άρχιζε με το Χάος και τη γένεση του ανθρώπου και τελείωνε με τον Τρωικό πόλεμο και το νόστο του Οδυσσέα. Το έργο του έχει περισσότερο θεολογικό και κοσμογονικό χαρακτήρα και απομακρύνεται από το πνεύμα της ιωνικής έρευνας.
[2] Σύμφωνα με τον Ησίοδο, Θεογονία, στίχοι 163 κ. ε. ο Κρόνος ευνουχίζει τον Ουρανό: από τις ρανίδες αίματος του ευνουχισμένου Ουρανού, που έπεσαν στη γη, γεννήθηκαν οι Ερινύες, οι Γίγαντες και οι Νύμφες οι Μελίες. Τα γεννητικά όργανα του Ουρανού ο Κρόνος τα πέταξε στον πόντο και από τον αφρό που τα περιέβαλε γεννήθηκε η Αφροδίτη. Ο M. L. West, Hesiod Theogony, Oxford 1966, σελ. 220, σχολιάζοντας το ησιόδειο κείμενο επισημαίνει ότι η γέννηση από χυμένο αίμα είναι συνηθισμένο μοτίβο στον μύθο.
[3] ἡ Δηὼ, τῆς Δηοῦς ονομασία της Δήμητρας. Βλ. Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 1121: Ἐλευσινίας Δηοῦς, Αριστοφάνης, Πλοῦτος 515.



Β.


Η Κέρκυρα καρπός του έρωτα του Ασωπού και της Μετώπης.
Πολλές αρχαιοελληνικές παραδόσεις αναφέρονται στο πώς πήραν το όνομά τους τα ελληνικά πέλαγα, στο πώς διαμορφώθηκαν τα νησιά και πώς κατοικήθηκαν από θεούς και ήρωες που έσμιξαν στις ακρογιαλιές τους με ντόπιες νύμφες. Την μυθική γενεαλογία της Κέρκυρας τη μαθαίνουμε από το Διόδωρο από το Αγύριο της Σικελίας

«Ο Ασωπός και ο Πηνειός ήταν παιδιά του Ουρανού και της Τηθύος… Ο Ασωπός εγκαταστάθηκε στον Φλειούντα του Άργους και παντρεύτηκε τη Μετώπη, τον κόρη του Λάδωνα: απέκτησαν δυο γιους, τον Πελασγό και τον Ισμηνό, και δώδεκα θυγατέρες: την Κέρκυρα,[1] τη Σαλαμίνα, την Αίγινα, την Πειρήνη, την Κλεώνη, τη Θήβη, την Τάναγρα, τη Θέσπεια, , την Ασωπίδα, τη Σινώπη, την Ορνία και τη Χαλκίδα. Από τα παιδιά του Ασωπού ο Ισμηνός ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Βοιωτία, στο ποτάμι, που πήρε την ονομασία του από εκείνον. Την Σινώπη την άρπαξε ο Απόλλωνας και τη μετέφερε σε εκείνο τον τόπο στον οποίο χάρισε το όνομά της. Από τη Σινώπη και τον Απόλλωνα γεννήθηκε ο Σύρος και έγινε βασιλιάς των ανθρώπων, που ονομάστηκαν Σύροι. Την Κέρκυρα την άρπαξε ο Ποσειδώνας και τη μετέφερε στο νησί που ονομάζεται Κέρκυρα. Από τον Ποσειδώνα και την Κέρκυρα γεννήθηκε ο Φαίακας και από αυτόν πήραν το όνομά τους οι Φαίακες. Από τον Φαίακα γεννήθηκε ο Αλκίνοος, που οδήγησε τον Οδυσσέα πίσω στην πατρίδα του την Ιθάκη».
Διόδωρος Σικελιώτης[2], Βιβλιοθήκη 4. 72. 1




[1] Στο κείμενο του Διόδωρου η λέξη γράφεται με τη μορφή Κόρκυρα.
[2] Ο Διόδωρος από το Αγύριο της Σικελίας, που άκμασε τον 1ο αι. π. Χ. Ο Διόδωρος, όπως και άλλοι συγγραφείς της Ελληνιστικής Εποχής (323- 31 π. Χ.) έγραψε παγκόσμια ιστορία, που ονομάζεται Βιβλιοθήκη, σε σαράντα βιβλία. Επειδή μάλιστα έγραφε για ένα ευρύτερο κοινό, περιέλαβε στο έργο του και τη μυθική προϊστορία.


Γ.



«Οι Αργοναύτες στο ταξίδι του γυρισμού φτάνουν στη χώρα των Υλλήων (κοντά στις Δαλματικές ακτές)….Δεν βρήκαν όμως εκεί το βασιλιά Ύλλο, που η όμορφη Μελίτη γέννησε του Ηρακλή, στη χώρα των Φαιάκων. Ο Ηρακλής έφτασε στο παλάτι του βασιλιά Ναυσίθοου και στη Μάκρη (Μάκριν), την τροφό του Διονύσου, για να εξαγνιστεί από το φριχτό φόνο των παιδιών του. Εκεί ερωτεύτηκε και έκανε δική του τη νύμφη των υδάτων, την Μελίτη, κόρη του ποταμού Αιγαίου. Εκείνη του γέννησε τον αντρειωμένο Ύλλο. Όταν ο Ύλλος μεγάλωσε κι έγινε παλλικάρι δεν επιθυμούσε πια να ζει στο νησί αυτό κάτω από την εξουσία του αλαζόνα βασιλιά Ναυσίθοου. Έτσι συγκέντρωσε αρκετούς ντόπιους Φαίακες και με τη βοήθεια του Ναυσίθοου έφυγε και πήγε και εγκαταστάθηκε στην Κρόνια θάλασσα. Όμως εκεί τον σκότωσαν οι Μέντορες σε μια σύγκρουση για τα βόδια του αγρού του..»
Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, Δ, 524-550

"Οι Αργοναύτες πέρασαν τη Θρινακία, το νησί του Ήλιου με τα ιερά βόδια, και έφτασαν στο νησί των Φαιάκων, την Κέρκυρα, που βασιλιάς ήταν ο Αλκίνοος. Από τους Κόλχους που τους καταδίωκαν κάποιοι, επειδή δεν μπορούσαν να βρούν το καράβι τους, την Αργώ, έμειναν και έζησαν στα Κεραύνια όρη. Κάποιοι άλλοι πήγαν στην Ιλλυρίδα και κατοίκησαν στα νησιά Αψυρτίδες. Μερικοί πήγαν στους Φαίακες όπου βρήκαν την Αργώ και ζήτησαν από τον Αλκίνοο να πάρουν τη Μήδεια. Αυτός απάντησε πώς, αν η Μήδεια έσμιξε με τον Ιάσονα, θα τη δώσει σ’ αυτόν. Αν όμως είναι παρθένα, θα τη γυρίσει πίσω στον πατέρα της. Η βασίλισσα Αρήτη όμως πρόφτασε και τους πάντρεψε. Έτσι οι Κόλχοι έμεινα μαζί με τους Φαίακες. Αργότερα ο Ιάσονας και η Μήδεια έφυγαν από το νησί[1]."
Απολλόδωρος ο μυθογράφος[2], Ι, 137-138

«Ο Τίμαιος υποστηρίζει ότι οι γάμοι του Ιάσονα και της Μήδειας έγιναν στην Κέρκυρα, αντίθετα ο Διονύσιος από τη Μίλητο ισχυρίζεται στο δεύτερο (β) των Αργοναυτών (32 fg 3 j) ότι έγιναν στο Βυζάντιο. Ο Αντίμαχος λέει πως έσμιξαν σε ένα ποτάμι στη Λύδη κοντά στη χώρα των Κόλχων»
Σχόλια στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου στους στίχους 1153-54




[1] Ο κορμός της μυθολογικής αφήγησης σχετικά με την άφιξη στους Φαίακες και στο γάμο της Μήδειας υπάρχει και στα Ορφικά Αργοναυτικά, έργο γραμμένο σε ομηρική γλώσσα και σε δακτυλικό εξάμετρο. Για το έργο αυτό που εντάσσεται στα ορφικά έργα και για τη χρονολόγηση των έργων αυτών βλ. πρόχειρα A. Lesky, , σελ. 243-245
[2] Πρόκειται για το συγγραφέα του 1ου αι. μ. Χ., ο οποίος συνέταξε το έργο του πιθανόν με βάση ένα εγχειρίδιο της Ελληνιστικής εποχής, σε γλώσσα και ύφος όχι αττικά. Η αφήγησή του ξεκινάει από τον Ουρανό και τη Γαια και φτάνει ως την εποχή του Θησέα.





Δ.



Η Κόρινθος αποικίζει την Κέρκυρα. Το 734 π. Χ. ο Αρχίας ιδρύει την αποικία των Συρακουσών και ο Χερσικράτης της Κέρκυρας.

«Ο Βάκχις ήταν γιος του Διονύσου και ζούσε στην Κόρινθο. Οι απόγονοί του αποτελούσαν μια ονομαστή αριστοκρατική οικογένεια, η οποία εξορίστηκε από την Κόρινθο εξαιτίας του φόνου του Ακταίωνα. Αιτία της εξορίας στάθηκε το εξής γεγονός. Ο Μέλισσος απολάμβανε μεγάλες τιμές στην Κόρινθο, γιατί είχε ευεργετήσει τους Κορίνθιους και τους είχε σώσει από αφανισμό, όταν ο Φείδων, ο βασιλιάς του Άργους, είχε επιτεθεί στην πόλη τους .<….> κάποτε η οικογένεια των Βακχιαδών έκανε νυχτερινή επίθεση στο σπίτι του Ακταίωνα θέλοντας να τον αρπάξει. Οι γονείς του όμως πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και αποτέλεσμα της συμπλοκής ήταν να διαμελιστεί ο Ακταίωνας. Ο Μέλισσος, ενώ επρόκειτο να αρχίσει η εορτή των Ισθμίων, στάθηκε μπροστά στο βωμό και εκστόμισε βαριές κατάρες εναντίον των Κορινθίων σε περίπτωση που δεν έπαιρναν εκδίκηση για το φόνο του Ακταίωνα. Μόλις τελείωσε το λόγο του, ρίχτηκε στο διπλανό γκρεμό. Οι Κορίνθιοι φοβήθηκαν να αφήσουν το θάνατο του Ακταίωνα χωρίς εκδίκηση, αφού μάλιστα είχε δοθεί θεϊκό σημάδι και εντολή. Έτσι εξόρισαν από την Κόρινθο την οικογένεια των Βακχιαδών. Ένα μέλος της οικογένειας, ο Χερσικράτης, αποίκισε την Κέρκυρα, αφού έδιωξε τους Κόλχους που ζούσαν εκεί. Κι αυτοί πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην απέναντι στεριά (Ήπειρο)».
Από τα αρχαία Σχόλια στα Ἀργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου 3ος αι. π. Χ.


«Ο Τίμαιος[1] εξιστορεί πως ο Χερσικράτης, γόνος της οικογένειας των Βακχιαδών, αποίκισε την Κέρκυρα τετρακόσια χρόνια μετά τον Τρωικό πόλεμο». Fr. 53 M 1203

[1] Ο ιστορικός Τίμαιος από το Ταυρομένιο της Σικελίας έζησε τον 4/3ο αι. π. Χ. το έργο του αναφέρεται με τους τίτλους Ἰταλικά, Σικελικά ή Ἱστορίαι και η έκτασή του απλωνόταν σε 38 βιβλία. Τα πρώτα πέντε βιβλία περιελάμβαναν μια γεωγραφική επισκόπηση με στοιχεία εθνογραφικά, με διηγήσεις για ιδρύσεις πόλεων και παρουσίαση του αποικισμού του δυτικού ελληνικού χώρου.


Ε.


Η Κέρκυρα εξελίσσεται σε μεγάλη οικονομική δύναμη της εποχής. Σχέσεις Μητρόπολης και Αποικίας (Κέρκυρας-Κορίνθου).
664 π. Χ.
«Η παλαιότερη ναυμαχία από όσες γνωρίζουμε έγινε μεταξύ των Κορινθίων και των Κερκυραίων. Έχουν περάσει διακόσια εξήντα χρόνια μέχρι το τέλος αυτού του πολέμου (του Πελοποννησιακού)»
Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, Α, 13, 4

Ο Περίανδρος , τύραννος της Κορίνθου, γιος του Κυψέλου, θεωρήθηκε ένας από τους Επτά Σοφούς, κυβέρνησε από το 628/7 ως το 587/6. Η επικίνδυνη άνοδος της Κέρκυρας: διάρρηξη των δεσμών Μητρόπολης και Αποικίας.

Ο Ηρόδοτος[1] στο 3ο βιβλίο (Θάλεια) του έργου του συνεχίζει την περιγραφή της εκστρατείας του βασιλιά των Περσών Καμβύση στην Αίγυπτο. Πριν αφηγηθεί το τέλος του Πέρση βασιλιά παρεμβάλλει την αφήγηση της εκστρατείας των Λακεδαιμονίων εναντίον της Σάμου. Στην εκστρατεία αυτή συμμετέχουν και οι Κορίνθιοι. Έτσι η εξήγηση της έχθρας Κορινθίων-Σαμίων οδηγεί τον ιστορικό στη διερεύνηση της αντιπαλότητας Κορινθίων-Κερκυραίων. Η νουβέλα[2] του Περίανδρου-Λυκόφρονα εξηγεί την αντιδικία Κερκυραίων-Κορινθίων που υπήρχε ήδη τον 6ο αι. π. Χ.

"Ο Περίανδρος είχε δολοφονήσει τη γυναίκα του Μέλισσα, από την οποία είχε δύο παιδιά. Μετά το θάνατο της γυναίκας του τα παιδιά τα κάλεσε ο πατέρας της και παππούς τους Προκλής, τύραννος της Επιδαύρου. Ο παππούς τη στιγμή της αναχώρησής τους τα υποψιάζει για το φονιά της μητέρας τους. Ο μεγάλος δεν το παίρνει πολύ τοις μετρητοις , ο μικρός όμως ο Λυκόφρων, όταν φτάνει στην Κόρινθο αρνείται ακόμη και να μιλήσει του πατέρα του, γιατί τον θεωρεί ένοχο. Ο τύραννος ερωτά τον μεγαλύτερο πιεστικά να πει τι θυμάται και ο γιος του θυμάται τη φράση του παππού. Ο Περίανδρος τον διώχνει από το παλάτι και απαγορεύει στους Κορίνθιους να τον φιλοξενήσουν. Ο γιος περιφέρεται και κοιμάται στους δρόμους. Αφού επιχειρεί να τον μεταπείσει τον διώχνει από την Κόρινθο και τον στέλνει στην Κέρκυρα, την οποία είχε υπό τον έλεγχό του (ἐπεκράτεε γὰρ καὶ ταύτης 3. 52). Ο καιρός περνάει και ο Περίανδρος γέρος πια επιζητεί να συμφιλιωθεί με τον Λυκόφρονα, τον οποίο τον θεωρεί καταλληλότερο για διάδοχό του από τον άλλο γιο του. Του διαμηνύει πρώτα με απεσταλμένο να γυρίσει στην πατρίδα. Μετά την άκαρπη αποστολή στέλνει την κόρη του να τον μεταπείσει. Ο νεαρός Λυκόφρων δηλώνει ότι μόνο εάν ο ίδιος ο Περίανδρος πάει στην Κέρκυρα να τον βρει, θα δεχτεί να επιστρέψει και να αναλάβει την εξουσία. Μόλις οι Κερκυραίοι πληροφορήθηκαν ότι ο Περίανδρος θα πάει στην Κέρκυρα, δολοφόνησαν τον Λυκόφρονα."

Ο Περίανδρος τιμωρεί τους Κερκυραίους.

«Ο Περίανδρος ο γιος του Κύψελου, τύραννος της Κορίνθου, συνέλαβε τριακόσιους νέους, παιδιά επιφανών Κερκυραίων, και τα έστειλε στον Αλυάττη στις Σάρδεις για να ευνουχιστούν. Αυτοί που μετέφεραν τους νεαρούς Κερκυραίους προσέγγισαν και άραξαν στη Σάμο. Μόλις οι Σάμιοι πληροφορήθηκαν το λόγο της μεταφοράς τους στις Σάρδεις, πρώτα πρώτα συμβούλευσαν τους νεαρούς να προσπέσουν ικέτες στο ιερό της Αρτέμιδας, κι αυτοί δε θα ανέχονταν να τους σύρουν από το ιερό με τη βία. Επειδή όμως οι Κορίνθιοι εμπόδιζαν τους νεαρούς να πάρουν τροφή, οι Σάμιοι οργάνωσαν γιορτή την οποία τελούν ως τις μέρες μας με τον ίδιο τρόπο. Μόλις έπεσε η νύχτα, ενώ οι νέοι συνέχιζαν τις ικεσίες, οργάνωσαν χορούς νεαρών αγοριών και κοριτσιών και όρισαν να φέρνουν γλυκίσματα από σουσάμι και μέλι, για να παίρνουν οι νεαροί Κερκυραίοι και να τρέφονται. Αυτό γινόταν, ώσπου οι Κορίνθιοι φρουροί τους άφησαν και έφυγαν. Ύστερα οι Σάμιοι πήραν τους νέους και τους οδήγησαν πίσω στην Κέρκυρα.
Αν τώρα μετά το θάνατο του Περίανδρου οι Κορίνθιοι είχαν φιλικές σχέσεις με τους Κερκυραίους, δεν θα είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Σάμου για το λόγο αυτό τρεις γενιές μετά. Αλλά από την εποχή που αποικίστηκε η Κέρκυρα είχε πάντα διαφορές με τους Κορίνθιους παρά τη συγγένειά τους. Για τους λόγους αυτούς είχαν μνησικακία εναντίον της Σάμου.»
Ηρόδοτος, ΙΙΙ, 48-49


[1] Βλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ηροδότου Ιστορία, Κλειώ, Αθήνα 1964
[2] Βλ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Ηρόδοτος, Επτά νουβέλες και τρία Ανέκδοτα, Αθήνα 1981.



Στ.


Η Κέρκυρα τις παραμονές των Περσικών πολέμων: Θερμοπύλες- Σαλαμίνα [1]
Στο συνέδριο που έγινε το 481 π. Χ. στον Ισθμό της Κορίνθου από πολλές ελληνικές πόλεις- κράτη ενόψει της επερχόμενης περσικής απειλής αποφασίστηκε να σταμα-τήσουν οι εχθροπραξίες μεταξύ των Ελλήνων (όπως για παράδειγμα μεταξύ Αθηναίων και Αιγινητών), να σταλούν κατάσκοποι στην Ασία, για να εξακριβώσουν τη δύναμη του Πέρση βασιλιά, και τέλος να στείλουν απεσταλμένους στη Γέλα της Σικελίας, στην Κέρκυρα και στην Κρήτη για να ζητήσουν βοήθεια.

« Οι Κερκυραίοι άλλη απάντηση έδωσαν στους αγγελιοφόρους και άλλα έπραξαν… Οι Κερκυραίοι υπόσχονταν και να στείλουν βοήθεια και να αγωνιστούν λέγοντας μάλιστα πως δεν μπορούν να ανεχτούν να καταστρέφεται η Ελλάδα. Η δική της αποτυχία θα σημάνει και τη δική τους υποδούλωση την επόμενη κιόλας μέρα. Έπρεπε λοιπόν να βοηθήσουν όσο μπορούσαν. Όμως, όταν ήρθε η ώρα να βοηθήσουν, άλλα είχαν στο νου τους: εξόπλισαν εξήντα πολεμικά πλοία και με βαριά καρδιά ανοίχτηκαν στο πέλαγος και όταν έφτασαν στην Πελοπόννησο, κοντά στην Πύλο και στο Ταίναρο σταμάτησαν τα καράβια τους αναμένοντας με ανησυχία την έκβαση του πολέμου. Δεν είχαν ελπίδες πως οι Έλληνες θα νικήσουν αλλά ότι ο Ξέρξης θα κυριαρχούσε και θα εξουσίαζε ολόκληρη την Ελλάδα. Αυτή την τακτική ακολούθησαν για να μπορούν να λένε στον Πέρση τα εξής : «Βασιλιά, εμείς, παρόλο που οι Έλληνες προσπάθησαν να μας προσεταιριστούν στον πόλεμο αυτό και διαθέτουμε πολύ μεγάλη δύναμη και θα μπορούσαμε να προσφέρουμε τα περισσότερα πλοία, μετά την Αθήνα φυσικά, δε θελήσαμε να εναντιωθούμε σε σένα και να κάνουμε κάτι που θα σε δυσαρεστήσει». Με τέτοια λόγια ήλπιζαν να αποκομίσουν περισσότερα οφέλη από τους άλλους κι αυτό , πιστεύω, θα γινόταν. Για τους Έλληνες από την άλλη επινόησαν μια δικαιολογία την οποία και χρησιμοποίησαν. Στις κατηγορίες δηλαδή που διατυπώθηκαν γιατί δεν έσπευσαν να βοηθήσουν οι Κερκυραίοι ισχυρίστηκαν ότι εξόπλισαν εξήντα τριήρεις, όμως τα μελτέμια τους εμπόδισαν να περάσουν τον κάβο Μαλιά (Μαλέα): αυτός και ήταν ο λόγος που δεν έφτασαν στη Σαλαμίνα και δεν πήραν μέρος στη ναυμαχία και όχι η κακή τους πρόθεση. Με αυτά τα τεχνάσματα απαλλάχτηκαν από τις πιέσεις των άλλων Ελλήνων»[2].
Ηρόδοτος, Ιστορίαι, VII (Πολύμνια), 168


Η Κέρκυρα, παρόλο που ήταν μια υπολογίσιμη δύναμη τον 5ο αι. π. Χ. δεν επιθυμούσε να συγκρουστεί με τις δύο υπερδυνάμεις του ελληνικού κόσμου, την Αθήνα και την Σπάρτη. Η αντιμετώπιση του οστρακισμένου μεγάλου Αθηναίου πολιτικού Θεμιστοκλή είναι ενδεικτική της πολιτικής που εφάρμοζε.


«Οι Σπαρτιάτες έστειλαν στην Αθήνα πρέσβεις και κατηγορούσαν το Θεμιστοκλή ότι ήταν και αυτός μπλεγμένος στην υπόθεση του μηδισμού του Παυσανία με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τις έρευνές τους και προέβαλαν την αξίωση να τιμωρηθεί και ο Θεμιστοκλής με τον ίδιο τρόπο (δηλαδή να θανατωθεί). Ο Θεμιστοκλής έτυχε εκείνο τον καιρό να είναι εξοστρακισμένος και να ζει στο Άργος ταξιδεύοντας σε διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου. Οι Αθηναίοι έστειλαν μαζί με τους Σπαρτιάτες που ήταν πρόθυμοι να τον κυνηγήσουν, ανθρώπους με την εντολή να τον συλλάβουν όπου τον πετύχουν και να τον οδηγήσουν στην Αθήνα. Ο Θεμιστοκλής το πληροφορήθηκε έγκαιρα και φεύγει από την Πελοπόννησο και πηγαίνει στην Κέρκυρα, της οποίας ήταν ευεργέτης[3]. Οι Κερκυραίοι όμως με τον ισχυρισμό ότι φοβούνταν να τον κρατήσουν και να τον προστατεύσουν, γιατί αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να κάνουν εχθρούς τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες τον μεταφέρουν στην απέναντι στεριά. Εκείνοι που είχαν πάρει εντολή να τον συλλάβουν, καθώς τον καταδίωκαν έχοντας πληροφορίες για το που πήγαινε κάθε φορά, ο Θεμιστοκλής σε μια δύσκολη στιγμή καταφεύγει στον Άδμητο, το βασιλιά των Μολοσσών που ήταν εχθρός του. Ο Άδμητος έτυχε να απουσιάζει εκείνη τη στιγμή και ο Θεμιστοκλής πρόσπεσε ικέτης στη βασίλισσα. Εκείνη τον συμβούλευσε να πάρει το παιδί τους στα χέρια τους και να καθίσει ικέτης στην εστία. Λίγο αργότερα γύρισε ο Άδμητος…. Όταν αργότερα έφτασαν οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, παρόλο που επίμονα και με απειλές του ζήτησαν το Θεμιστοκλή , εκείνος δεν τους τον παρέδωσε αλλά επειδή ο Θεμιστοκλής ήθελε να πάει στο βασιλιά των Περσών, τον έστειλε δια ξηράς στην Πύδνα, που ανήκε στο βασίλειο του Αλεξάνδρου του Α, γιου του Αμύντα, βασιλιά των Μακεδόνων, και βρισκόταν στο Αιγαίο πέλαγος»
Θουκυδίδης, Ι, 135-136

[1] Την ηροδότεια περιγραφή ακολουθεί και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης 11.15 κ.ε.
[2] Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη Α, 37-43, οι Κορίνθιοι δεν κατέκριναν τους Κερκυραίους για τον εγωισμό και το ρόλο τους στη διάρκεια των Περσικών πολέμων. Όμως η δυσαρέσκεια και η υποψία των υπόλοιπων Ελλήνων ήταν γεγονός. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη Α, 32, μαθαίνουμε ότι οι Κερκυραίοι πρέσβεις παραδέχτηκαν ότι η παραδοσιακή πολιτική της απομόνωσης που ακολουθούσαν (splendid isolation : W. How-J. Wells, A Commentary on Herodotus, Oxford, 1912, τ. ΙΙ, σελ. 202-203) ήταν μια αποτυχία. Είναι πιθανόν όμως ότι η Κέρκυρα δεν επιθυμούσε να στείλει το ναυτικό της εναντίον των Περσών, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια το χρειαζόταν για τη δική της άμυνα εναντίον των Καρχηδονίων.
[3] Ο αρχαίος Σχολιαστής αναφέρει ότι ο Θεμιστοκλής απέτρεψε την τιμωρία των Κερκυραίων για τη στάση που κράτησαν στους Μηδικούς πολέμους. Αντίθετα ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής, ΚΔ, 1) αναφέρει ότι ο Θεμιστοκλής ως κριτής σε μια διένεξη Κέρκυρας-Κορίνθου έλυσε το ζήτημα ευνοϊκά προς την Κέρκυρα. Για το πλαίσιο της ιστορικής αφήγησης σχετικά με τον Παυσανία και Θεμιστοκλή βλ. S. Hornblower, A Commentary on Thucydides, Oxford 1991, Ι, σελ. 125 κ. Ε.

Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Κέρκυρα το 19ο αι.


Κυρίες και κύριοι
Θα σας παρουσιάσω στοιχεία για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Κέρκυρα στα τέλη του 19ου αι. , προσθέτω για να μη δημιουργούνται μεγάλες προσδοκίες, σύμφωνα με την έκθεση της επιθεώρησης των δημοτικών σχολείων της Κέρκυρας που συνέταξε ο γενικός επιθεωρητής Χαρίσιος Παπαμάρκος τις 22 Αυγούστου του 1883.
Οφείλω εξαρχής να δηλώσω ότι δεν είμαι ιστορικός της εκπαίδευσης αλλά κλασικός φιλόλογος. Οφείλω επίσης να ευχαριστήσω το φίλο Δημήτρη Παπαδόπουλο από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος μου έστειλε φωτοτυπία της έκθεσης από το αρχείο του μεταπτυχιακού του και μπόρεσα να τη διαβάσω.
Καταρχάς λίγα λόγια για το συντάκτη της έκθεσης: Ο Χαρίσιος Παπαμάρκος γεννήθηκε στο Βελβεντό Κοζάνης το 1844 και πέθανε το 1906. Σπούδασε στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Γερμανία. Υπήρξε συγγραφέας και παιδαγωγός και κατέλαβε πολλές και σημαντικές θέσεις στην εκπαιδευτική ιεραρχία της εποχής. Είναι τέλος αυτός που εισηγήθηκε την εφαρμογή του συστήματος της διαίρεσης της εκπαίδευσης σε δύο εξαετείς κύκλους, που αργότερα υιοθέτησε η μεταρρύθμιση του 1929.
Η έκθεση για τα δημοτικά σχολεία της Κέρκυρας συντάσσεται πριν από 125 χρόνια, το 1883, είκοσι περίπου χρόνια μετά την ένωση της Επτανήσου με το ελληνικό κράτος, κατά εποχή της πρωθυπουργίας του Χ. Τρικούπη (1882-1885) και κατά τη φάση της ανόδου της αστικής τάξης στην Ελλάδα (1875-1909). Ο σημερινός αναγνώστης-ακροατής της έκθεσης πρέπει να έχει υπόψη του τα εξής: α. Η αναφορά γίνεται στην Κέρκυρα του 19ου αι., σε αγροτικές περιοχές, χωρίς ηλεκτρικό, υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο β. Τα σχολικά βιβλία αγοράζονται από τους μαθητές και γ. οι δάσκαλοι δεν είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι.
Το 1883 το Υπουργείο Παιδείας ορίζει γενικούς επιθεωρητές με εντολή να καταγράψουν την κατάσταση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του τότε κράτους. Ο Νικόλαος Πολίτης, ο θεμελιωτής της Λαογραφίας είναι ένας από αυτούς. Ο Χαρίσιος Παπαμάρκος είναι αυτός που επιθεωρεί τα δημοτικά σχολεία της Κέρκυρας. Η πυκνοτυπωμένη σε 41 σελίδες έκθεση είναι προϊόν επιθεώρησης 30 δημοτικών σχολείων του νησιού που κράτησε δώδεκα μέρες από το Βορρά (επαρχία Ὄρους) ως τον Άγιο Ματθαίο και τη Μεσογγή (επαρχία Μέσης), καλύπτει δηλαδή σχεδόν τα 2\3 του νησιού.
Ο Παπαμάρκος καταγράφει συστηματικά όλα τα δημοτικά σχολεία κάθε δήμου, τον ακριβή αριθμό των οικογενειών κάθε χωριού και τον αριθμό των μαθητών που φοιτούν επισημαίνοντας και τις ελλιπείς ληξιαρχικές καταγραφές του πληθυσμού από τους εφημέριους των χωριών. Ο επιθεωρητής περιγράφει και αξιολογεί όλους τους συντελεστές της εκπαίδευσης: διδακτήρια, μαθητές, γνωστικά αντικείμενα και μέθοδο διδασκαλίας, δασκάλους κατά κύριο λόγο αλλά και γονείς, πολιτικούς άρχοντες και κεντρική κρατική διοίκηση.

Διδακτήρια


«παρά την γοητευτικώς λαμπράν φύσιν της ελληνικής γης υπάρχουσι διδακτήρια ρυπαρά, ετοιμόρροπα, δυσώδη και οχληρών ζωυφίων κατάμεστα» με αυτό το λυρικό και ρεαλιστικό τρόπο δίνει τη γενική εικόνα της περιγραφής των σχολικών κτιρίων. Τα διδακτήρια συνολικά χαρακτηρίζονται άθλια. Επισημαίνεται ότι η έλλειψη κτιρίου συνεπάγεται τη μεταφορά του σχολείου στην εκκλησία ( Καρουσάδες), υπάρχουν ακόμη κτίρια χωρίς στέγη που βρίσκονται στο προαύλιο εκκλησίας. Και μαθητές που διδάσκονται κατάχαμα συνάντησε : «κατά γης εξηπλωμένους ρυπαρωτάτους μαθητάς» στο δημοτικό της Άφρας. Αναφέρεται για παράδειγμα η αμέλεια του Δημάρχου να πληρώσει το ενοίκιο για το κτίσμα και τα μαθήματα διακόπτονται (Δημοτικό Σπαρτίλα) και συνεχίζει για το ίδιο σχολείο: «η δε εν συνεχεία ευρεθείσα οικία δια διδακτήριον είναι κακίστη, αριστερά δε του διδακτηρίου διαμένουσιν χοίροι». Σε άλλο σημείο της έκθεσης όμως εξαίρεται η συμμετοχή των χωρικών να επωμισθούν τα έξοδα για τον εξοπλισμό του σχολείου (δημοτικό Πετάλειας). Αξιολογώντας ο Παπαμάρκος την ελεεινή κατάσταση των διδακτηρίων πολύ συχνά τη συγκρίνει, με ρατσιστική διάθεση, με τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν «ἐν ταις ρυπαρωτάταις ισραηλιτικαίς συνοικίαις της Θεσσαλονίκης» .

Φοίτηση μαθητών-μαθητές

Παρά την εξαγγελμένη από τις κυβερνήσεις της εποχής καθολική φοίτηση στο δημοτικό τα κορίτσια απουσιάζουν παντελώς από το σχολείο: «το μεν θήλυ φύλον ουδαμού ουδαμώς της υπαίθρου χώρας διδάσκεται και παιδεύεται» και από τα αγόρια μόνο το 1\10 φοιτά και μάλιστα «ατάκτως και ελλιπέστατα». Συμπτωματικά και περιστασιακά με βάση πληροφορίες που παίρνει από τους χωρικούς περιγράφει και εξηγεί την παρατεταμένη απουσία των μαθητών από το σχολείο: έτσι μας πληροφορεί ότι στον Άγιο Ματθαίο «κατά τον καιρόν της συγκομιδής της ελαίας μένουσιν εν τω σχολείω μόνον οι ασθενικοί και σμικρότατοι» .
Επισημαίνει επίσης εχθρότητες μεταξύ γειτονικών τοπικών κοινωνιών που έχουν ως αποτέλεσμα μαθητές π. χ. από Βουνιατάδες και Άνω Παυλιάνα να κακοποιούνται στον Αγ. Ματθαίο και να αναγκάζονται να διακόπτουν τη φοίτηση. Υπογραμμίζεται όμως η επίπονη μετακίνηση μαθητών από διάφορα χωριά στο χωριό που βρίσκεται το σχολείο, αναφέροντας το παράδειγμα του δημοτικού των Αγίων Δούλων στο οποίο φτάνουν οι μαθητές πεζοπορώντας 1\2 ώρα από Ξαθάτες και 1 ώρα από Κληματιά.
Τέλος με τη φράση «ρυπαροί εν τοις πλείστοις σχολείοις της υπαίθρου, αγροικότατοι, σφόδρα ανάγωγοι, αηδέστατα όζοντες» συνοψίζει την περιγραφή της πλεοψηφίας των μαθητών της υπαίθρου, η οποία αντανακλά την κοινωνική και την οικονομική τους κατάστασή αλλά και την αγωγή τους.

Γνωστικά αντικείμενα-διδακτικά βιβλία

Τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στα δημοτικά σχολεία είναι: ανάγνωση, γραφή, αρίθμηση, ελάχιστα θρησκευτικά και ψήγματα γεωγραφίας. Επισημαίνει ότι τα διδακτικά σκεύη και όργανα είναι ελλιπέστατα: συνήθως υπάρχει ένας μαυροπίνακας και η γεωγραφία διδάσκεται, όπου και όταν διδάσκεται, χωρίς άτλαντες. Ως προς τη διδακτική μέθοδο υπογραμμίζει ότι κυριαρχεί η αποστήθιση, την οποία θεωρεί το κατώτατο είδος μάθησης. Όσον αφορά τέλος τις παιδαγωγικές μεθόδους γράφει: «διδακτικοί τρόποι αψυχολόγητοι και παιδευτικοί τρόποι όχι πάντοτε οι ανθρωπικότεροι».
Αξίζει να σημειωθούν οι παρατηρήσεις του σχετικά με τα διδακτικά βιβλία των μαθητών. Ο επιθεωρητής επισημαίνει ότι διάφοροι άσχετοι με τη διδακτική και την παιδαγωγική συγγραφείς συντάσσουν ανελλήνιστα βιβλία «εις τα οποία οι μαθηταί αναγιγνώσκουσι μάταια και ανωφελή πράγματα», πιέζουν το Υπουργείο να τα εγκρίνει, το Υπουργείο τα εγκρίνει και, αφού οι μαθητές τα αγοράσουν, μετά από ένα χρόνο αλλάζουν: «μετά τινα χρόνον αγοράζουσιν άλλα και ούτω καθ’εξής μέχρις ότου οι γονείς δυσανασχετούντες επί ταις πυκναίς αλλαγαίς των διδακτικών βιβλίων και αδυνατούντες να πληρώνωσι δεν αγοράζουσι πλέον»: το αποτέλεσμα είναι σε κάθε τάξη να υπάρχουν τόσα διδακτικά βιβλία όσα και οι μαθητές.

Δάσκαλοι

Όλοι οι συντελεστές της εκπαίδευσης είναι «σαθροί», τονίζει ο επιθεωρητής, ο λιγότερο όμως σαθρός είναι οι δάσκαλοι. Παρά την ελλιπή κατάρτισή τους, μερικούς τους θεωρεί ικανούς να διδάξουν ακόμη και στα γερμανικά σχολεία, κάποιοι βέβαια πιστεύει ότι πρέπει να απομακρυνθούν από την εκπαίδευση «αυθωρεί να παυθώσιν οι τέλεον άχρηστοι».
Η κοινωνική και οικονομική θέση του δασκάλου περιγράφεται ως εξής: Ο δάσκαλος της υπαίθρου κάθε δύο μήνες πηγαίνει στην πόλη συνήθως πεζοπορώντας για να εισπράξει το μισθό του (κλείνει το σχολείο, ξοδεύεται ο ίδιος για την παραμονή του στην πόλη). «αλλά το σκληρότατον πάντων, συπληρώνει ο επιθεωρητής είναι: ο διδάσκαλος πορεύεται εις το ταμείον και ουχί σπανίως ο ταμίας του λέγει: το ταμείον δεν έχει χρήματα από το τελωνείον, έλα μεθαύριον. Μεθαύριον ο τάλας πορεύεται εις το ταμείον και ο κλητήρ συνηθέστατα λέγει αυτώ: σήμερον είναι ταχυδρομείον και δεν πληρώνει ο ταμίας, έλα αύριον». Επιπλέον εξαρτάται η θέση και το μέλλον του δασκάλου από το βουλευτή, το δήμαρχο, και τον τοκογλύφο, στον οποίο καταφεύγει συχνά λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Συνέπεια των παραπάνω είναι η κολακεία των κάθε λογής αρχόντων.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ο τύπος του ιερέα–δασκάλου σε επτά δημοτικά από τα τριάντα που επιθεώρησε. Ο Παπαμάρκος αποδίδει τη διπλή θέση, όπως και άλλες π.χ. δάσκαλος-συμβολαιογράφος (δημοτικό Επίσκεψης) στις πενιχρές αποδοχές των δασκάλων. Το ζήτημα αυτό σχολιάζει ως εξής: «η πλην του διδασκαλικού και άλλων επαγγελμάτων θεραπεία ( συμβολαιογράφοι και διδάσκαλοι-εφημέριοι και διδάσκαλοι-δημογραμματείς και διδάσκαλοι-μικρέμποροι) και τα παρόμοια βιοποριστικά επιτηδεύματα θα αρθώσιν μόνον, όταν οι διδάσκαλοι δυνηθώσιν εκ του μισθού αυτών να αποζώσιν και η επ’αυτούς εποπτεία είναι συντονοτέρα της νυν» .

Κοινωνιολογικές παρατηρήσεις

Μιλώντας για την Επαρχία του Όρους και την Κασσιώπη ειδικότερα επισημαίνει στοιχεία κοινωνικής παθογένειας στην περιοχή χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση, πράγμα πιθανόν δύσκολο για μια έκθεση: «λαθρεμπόρια, ζωοκλοπαί και παντός είδους κακουργίαι εν αφθονία καθ’εκάστην εκεί συμβαίνουσι επανειλημμένως δε παραπονεθέντες οι κάτοικοι εις τας οικείας αρχάς ουδέν επέτυχον» εξαιτίας της επικοινωνίας με την απέναντι Αλβανία και την ανεξέλεγκτη μετάβαση εγκληματικών στοιχείων-Τουρκαλβανών στην περιοχή.
Μέτρα -προτάσεις
Στο τέλος της έκθεσης προτείνονται από τον Παπαμάρκο μέτρα για την βελτίωση της δημοτικής εκπαίδευσης, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν σημαντικά και αξιόλογα για την εποχή και το πλαίσιο της σκέψης του.
α. Να βελτιωθεί η θέση του δασκάλου, ο οποίος βρίσκεται στην κατώτερη κοινωνική και οικονομική βαθμίδα. Αύξηση του μισθού του και επιμόρφωση (κάθε χρόνο και για πέντε χρόνια να φοιτούν οι δάσκαλοι για τρεις βδομάδες, ακόμη και στη διάρκεια του σχολικού έτους, εις τα ελληνικά διδασκαλεία και πρότυπα σχολεία), ίδρυση βιβλιοθηκών για τις μορφωτικές του ανάγκες. Πρότασή του όμως σημαντική είναι να θεσπιστεί «γενική εκπαιδευτική αρχή άθικτος υπό της πολιτικής και απαρασάλευτος υπό των συχνοτάτων αυτής περιδινήσεων και μεταβολών» στο Υπουργείο η οποία να ελέγχει και να εποπτεύει τους δασκάλους.
β. Η κυβέρνηση επιβάλλεται να κατασκευάσει διδακτήρια, γιατί οι δήμοι δεν μπορούν να φέρουν εις πέρας αυτό το έργο. Για την κατασκευή και προμήθεια διδακτικών οργάνων προτείνει τα εξής: «τα πλείστα των διδακτικών οργάνων θρανία, έδραι, τράπεζαι, βιβλιοθήκαι, οργανοθήκαι, αριθμητήρια, γεωγραφικοί χάρται, στερεομετρικά σώματα δύνανται να γίνωσιν εν Ελλάδι τα μεν υπό των μηχανικών και των μαθητών των ορφανοτροφείων τα δε λοιπά υπό διαφόρων τεχνιτών υπό της κυβερνήσεως μεμισθωμένων»
γ. Με αφορμή την ανύπαρκτη φοίτηση των κοριτσιών στο σχολείο προτείνει τη συμφοίτησή τους στο δημοτικό ως τα 10 σε μικτά δημοτικά τονίζοντας ταυτόχρονα και τις κοινωνικές προκαταλήψεις που κυριαρχούν στην ελληνική ύπαιθρο και τη δυσκολία που υπάρχει να αντιμετωπιστούν.
Όσον αφορά την ελλιπή φοίτηση των αγοριών, εκτός από κάποιους κοινωνικούς λόγους που αναφέραμε πριν, κάνει τις εξής παρατηρήσεις: σύμφωνα με το νόμο ο δάσκαλος οφείλει να καταγγείλει στο Δήμαρχο τους γονείς του μαθητή που απουσιάζει και ο Δήμαρχος να τιμωρεί τον πατέρα που παραμελεί τα καθήκοντα προς το παιδί του. Όμως προσθέτει ο Επιθεωρητής «εάν και μόνον άπαξ επιχειρήσει τούτο ο διδάσκαλος, τότε αμέσως εκδιώκεται εκ της κώμης, διότι ο Δήμαρχος έχων ανάγκην την ψήφον του καθ’ εκάστου πολίτου φροντίζει να τα έχει, ως λέγεται με όλους καλά».
Προσθέτει τέλος με ελπίδα πως «ουδείς πατήρ είναι φυσικόν να αποφασίση να στερηθή της προσωπικής εργασίας του τέκνου του από το 6ον μέχρι το 17ο έτος της ηλικίας του. Όταν όμως τα σχολεία είναι ου μόνον τερπνά διαμονητήρια των μαθητών, αλλά και αληθή εργαστήρια επιμελώς και τεχνηέντως λαξεύοντα τον ανθρωπισμόν των εις αυτά φοιτώντων, τότε και οι γονείς προθυμότερον θα εξαποστέλλωσι τα τέκνα αυτών και οι παίδες ευχαριστότερον θα φοιτώσιν είς αυτά.»
Τελειώνω την παρουσίαση της έκθεσης με την πρόταση του Παπαμάρκου για τη δωρεάν παροχή βιβλίων στους μαθητές η οποία φωτίζει το εύρος της προοπτικής της σκέψης του. Ο Παπαμάρκος λοιπόν προτείνει τη δωρεάν παροχή βιβλίων «τοις απορωτάτοις των μαθητών της Ελλάδος οίτινες δεν είναι ολίγοι». Αυτό θα διαρκέσει για λίγα χρόνια, τονίζει στη συνέχεια, ώστε να εθισθούν «οι φιλόνομοι Έλληνες και εις τας δαπάνας ταύτας» όπως συνήθισαν και τη φορολογία και τη γενική στράτευση.

Σας ευχαριστώ πολύ
Κέρκυρα 4-10-2008

Δ. Κ. Σ.

Δημοτικό Θέατρο, εκδήλωση της ΕΛΜΕ

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Διονυσίου Σολωμού τα Κερκυραϊκά

.....
Κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο,
...


Κυρίες και κύριοι
Δεν είμαι σολωμιστής, αλλά ένας αναγνώστης της ποίησης και του Σολωμού και ταυτόχρονα εκπαιδευτικός : επομένως όσα θα πω αφορούν τη χρησιμότητα της παρούσας έκδοσης για την εκπαιδευτική κοινότητα.
Οφείλουμε καταρχήν να ομολογήσουμε ότι η δίτομη έκδοση του κ. Χ. Κορφιάτη, με την ανατύπωση των Ευρισκομένων του Πολυλά στον 1ο τόμο και τα Σύμμεικτα στο 2ο τόμο αποτελεί ένα μνημείο καλαισθησίας με τον καίριον κόσμον τῆς ὄψεως, καρπό μόχθου ζωγράφων, πολλοί από τους οποίους μάλιστα είναι Κερκυραίοι.
Στην αρχή του 1ο τόμου προτάσσεται μια κατατοπιστική και εμπεριστατωμένη εισαγωγή του κ. Π. Παγκράτη που ενημερώνει το μέσο αναγνώστη και το δάσκαλο για τον ποιητή , αλλά και για το σύνολο των βασικών προβλημάτων του σολωμικού έργου .
Στη συνέχεια παρατίθεται ο περίφημος Διάλογος για τη γλώσσα, έργο συναρπαστικό και πρόσφορο για γόνιμες συζητήσεις με τους μαθητές για τη γλώσσα και την ποίηση του Σολωμού, κείμενο που τα τελευταία χρόνια δυστυχώς αφαιρέθηκε από τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λυκείου. Ακολουθούν τέλος τα ποιήματα του Σολωμού, αποσπάσματα, στίχοι, και τα ιταλικά ποιήματά του σε έγκυρες μεταφράσεις.
Στο 2ο τόμο υπάρχει ένα χρονολόγιο που ξεκινά από το 1822, χρονιά έκδοσης των 30 σονέττων του εικοσιτετράχρονου τότε ποιητή ως το 1857 με την περιγραφή της κηδείας του Σολωμού στη Κέρκυρα και με πολλές πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του. Το 2ο μέρος αυτού του τόμου από το 1859 ως τις μέρες μας περιλαμβάνει ένα πανόραμα της σολωμικής βιβλιογραφίας με παραπομπές σε ειδικότερες μελέτες κερκυραϊκές (Κερκυραίων και μη Κερκυραίων αλλά ζώντων και δρώντων στην Κέρκυρα) με φωτοτυπία των εξωφύλλων των βιβλίων και μάλιστα των παλαιότερων και δυσεύρετων, με περίληψη του περιεχομένου και χρονολογία έκδοσης. Τέλος υπάρχει αναφορά των πολλαπλών συνεισφορών στη μελέτη του ποιητή τόσο του λογοτεχνικού περιοδικού Πόρφυρας όσο και της Εταιρίας Κερκυραϊκών Σπουδών.
Έτσι για παράδειγμα η απλή φυλλομέτρηση στην τάξη του χρονολογίου του 2ου τόμου, με επιλογή του δασκάλου φυσικά, σε συνδυασμό με μια επίσκεψη – εκδρομή στο σπίτι όπου έζησε ο Σολωμός στην πόλη μας, ανακαινισμένο τώρα, είναι μια καλή και ζωντανή εισαγωγή στο μάθημα τόσο για το Δημοτικό όσο και για το Γυμνάσιο. Είναι ένα βιβλίο όχι μόνο χρήσιμο σε κάθε βιβλιοθήκη, αλλά προπάντων είναι αναγκαίο για τη βιβλιοθήκη κάθε δασκάλου, της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαί-δευσης, αλλά και για κάθε σχολική βιβλιοθήκη, με την προϋπόθεση βέβαια ότι υπάρχει σχολική βιβλιοθήκη, εξοπλίζεται, επανδρώνεται και οργανώνεται από ειδικούς και λειτουργεί. Σ’ αυτό μπορεί να ανατρέξει ο δάσκαλος και στο σχολείο του και να παραπέμψει τους μαθητές να δουν, να ψάξουν και να βρουν στοιχεία για την εργασία του μαθήματος.
Πιο συγκεκριμένα τώρα:
Στον 2ο τόμο της έκδοσης παρατίθεται το ενδιαφέρον κείμενο που έγραψε στα Ιταλικά ο μουσουργός Ν. Μάντζαρος για το Σολωμό με τίτλο «Νύξεις και σύντομες ειδήσεις περί του κόμητος Διονυσίου Σολωμού» το 1850, μεταφρασμένο από τον κο Κεντρωτή από το οποίο σας διαβάζω ένα απόσπασμα : «κατάλαβα, γράφει ο Μάντζαρος, ότι τελικά την αρμονία την ποιητική την εμόρφωνε μέσω της διαδοχής των νοτών που ο ίδιος άρθρωνε χρησιμοποιώντας θαυμαστή και άκρως αρμονική ποικιλία πτώσεων, δηλαδή καταλήξεων. Από τα ενλόγω αρθρώματα βγαίνανε πάντοτε λέξεις απλούστατες: οι μόνες ικανές να εκφράσουν το ρυθμό την ιδέα και την αρμονία του εκάστοτε δομούμενου στίχου. Σελ. 67»
Το κείμενο αυτό θα ήταν εξαιρετικά συναρπαστικό να διαβαστεί και να σχολιαστεί στη σχολική τάξη σε συνδυασμό με τη μελέτη της μετρικής των ποιημάτων του Σολωμού. Βέβαια με τον εξοστρακισμό της διδασκαλίας της μετρικής από το σχολείο υπάρχει μια σημαντική έλλειψη όσον αφορά την κατανόηση της ρυθμικής οργάνωσης του λόγου και της μουσικότητας του στίχου του Σολωμού, που δεν ξέρω εάν και πώς μπορεί να αναπληρωθεί. Πάντως ο ενδιαφερόμενος για τη μετρική του Σολωμού μπορεί να βρει το κείμενο του Ε. Γαραντούδη, στο αφιέρωμα του Πόρφυρα του έτους 2000, αφιέρωμα που αναφέρεται στο 2ο τόμο της έκδοσης του Χ. Κορφιάτη.
Διαβάζοντας τα ποιήματα του 1ου τόμου θα διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι παρατίθενται φωτογραφίες των χειρογράφων του ποιητή στα ελληνικά και ιταλικά, με την ορθογραφία των ελληνικών ποιημάτων, και τις μεταφρασμένες ιταλικές σημειώσεις του ποιητή στα ελληνικά ποιήματα. Είναι μια εξαιρετική αφετηρία για το διδάσκοντα να συζητήσει εκτενέστατα και να παραπέμψει τους μεγαλύτερους μαθητές και μαθήτριες σε βιβλία για να πληροφορηθούν για την περίφημη διγλωσσία του Σολωμού αλλά και για τον Ιόνιο, πολιτισμό που αναπτύσσεται τον 18ο και 19ο αιώνα στα γιοφύρια του Ιονίου ανάμεσα από την Ελλάδα και τη Δυτική Ευρώπη, οργανικό μέρος του οποίου είναι και ο Σολωμός. Στο 2ο τόμο γίνεται μνεία του βιβλίου του Ε. Μωραΐτη που συζητά εύστοχα το ζήτημα αυτό. Συνολικά για την επτανησιακή σχολή πάλι θα βρει την αναφορά στο βιβλίο του κου Πυλαρινού.
Το εκτεταμένο χρονολόγιο του 2ου τόμου με τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες της Κέρκυρας που πλαισιώνεται (σπίτια, πλατείες, κτίρια ) δίνει στους μαθητές την ευκαιρία να φέρουν στο νου τους τον ποιητή στον ιστορικό χρόνο και στη ζώσα ιστορία που ενμέρει θα τους φανεί οικεία. Πληροφορίες εξάλλου και κείμενα από την άλλη-λογραφία του Σολωμού \ από και προς αυτόν\ φωτίζουν την προσωπικότητα του ποιητή και τη συμπεριφορά του προς συγγενείς, φίλους, γνωστούς, λόγιους αλλά και τους κυβερνώντες.
Διαβάζοντας ορισμένα ποιήματά του Σολωμού και τις πολλές εκδοχές στίχων, αποσπασμάτων καθώς και τις σημειώσεις του ίδιου του ποιητή θα διαπιστώσουν οι μαθητές τον αποσπασματικό χαρακτήρα του έργου του και επομένως μπορεί να συζητηθεί το ζήτημα αυτό καθώς και το πρόβλημα της έκδοσης του έργου του. Πολλές απαντήσεις θα βρει ο αναγνώστης για το θέμα αυτό τόσο στην εισαγωγή του 1ου τόμου, όσο και στα βιβλία που θα δει στο 2ο τόμο .
Τέλος η πρόσληψη του ποιητή και η αποδοχή του από την αριστερά γίνεται γνωστή στο 2ο τόμο της έκδοσής μας: αναφέρεται η επιστολή Γιάννη Ζεύγου το 1936 , το βιβλίο του Κ. Βάρναλη: Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική που εκδόθηκε το 1925 και ο κερκυραϊκός αντίλογος του Ι. Σαρακηνού το 1965. Μαθαίνουμε ακόμη για τον έρανο των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές της Κέρκυρας το 1957 για τη δημιουργία τοπικού Μουσείου Σολωμού και βλέπουμε το πορτρέτο του ποιητή που φιλοτέχνησε ο επίσης πολιτικός κρατούμενος ζωγράφος Ασαντούρ Μπαχαριάν.
Έχω τη γνώμη πως η ποίηση έχει ένα περιορισμένο κοινό, πιο περιορισμένο από την πεζογραφία. Επομένως με την τέχνη και το μεράκι του δασκάλου μπορεί να καλλιεργηθεί ένα κλίμα εξοικείωσης και μύησης στον ποιητικό λόγο από τη μικρή ηλικία, μπορεί δηλαδή να γίνει το σχολείο φυτώριο μελοντικών αναγνωστών. Αυτό άλλωστε το μελλοντικό κοινό πρέπει κυρίως να απασχολεί εμάς τους εκπαιδευτικούς και λιγότερο το κοινό των πεπαιδευμένων ενηλίκων ή των ἐπαϊόντων.
Σε ένα σχολείο (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο) όπου πρέπει όχι απλά να προβάλλεται ο πολιτισμός αλλά να το διέπει, η παιδεία ως ψυχαγωγία τις διὰ λόγων καὶ ἔργων, που στοχεύει στο ’μέσα πλούτος´, όπως λέει ο Σολωμός, και όχι σε σχολείο κατακερματισμένο, ημιφροντιστήριο, όπως είναι σήμερα, θεωρώ ότι η παρούσα έκδοση του Χρήστου Κορφιάτη είναι χρησιμότατη.

Σας ευχαριστώ πολύ
Δ. Κ. Σ.

Αίθουσα Ακαδημίας στην Κέρκυρα, 14-12-2009

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010


μνήμες κατοχής

αλλά και

της γης οι κολασμένοι

παράδοση και νεωτερισμοί στην αρχαία ελληνική μουσική


ψευδο Πλουτάρχου, περί μουσικής

«καμιά δραστηριότητα του ανθρώπου δεν ολοκληρώνεται χωρίς τη μουσική, γράφει ο Αριστείδης Κοϊντιλιανός, συγγραφέας του 2ου ή του 3ου αι. μ. Χ., στο έργο του Περί μουσικής (2. 4. 57), για να δηλώσει ότι ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός από τις απαρχές του είναι συνυφασμένος με τη μουσική. Και συνεχίζει εξηγώντας αναλυτικά ότι οι ύμνοι στους θεούς και οι θρησκευτικές τελετές, οι γιορτές της οικογένειας και της πόλης, ο πόλεμος, ο αθλητισμός, οι πορείες και κάθε χειρωνακτική εργασία συνδέοντα άρρηκτα με τη μουσική. Με άλλα λόγια ο ρόλος της μουσικής στο δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο, δηλαδή στην πόλιν και στον οίκον, είναι κυρίαρχος, γεγονός που πιστοποιείται από όλες τις πηγές που υπάρχουν στη διάθεσή μας, από τον Όμηρο ως την ύστερη αρχαιότητα.
Δυστυχώς όμως η Ελληνική Αρχαιότητα μας κληροδότησε περισσότερη μουσική θεωρία (ένα πλήθος έργων από τον 4ο αι. π. Χ. και εξής) παρά μουσική. Οι αρχαίες πηγές αναφέρονται σποραδικά στα μελωδικά χαρακτηριστικά της μουσικής συγκεκριμένων τεχνιτών ή τεχνοτροπιών. Τα σωζόμενα αμιγώς μουσικά τεκμήρια (ένα παπυρικό απόσπασμα με εφτά στίχους από ένα χορικό του Ορέστη του Ευριπίδη, το επιτύμβιο σκόλιο του Σείκιλου του 1ου αι. μ. Χ. κ. ά είναι λιγοστά.
Πρέπει τέλος να προσθέσουμε ότι επιβάλλεται να έχει κανείς υπόψη του ότι αναγκαία προϋπόθεση για την προσέγγιση και τη γνωριμία με την αρχαία ελληνική μουσική είναι τόσο η γνώση της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα της λυρικής και της δραματικής ποίησης, όσο και της αρχαίας ελληνικής μετρικής. Τέλος επιβάλλεται να γνωρίζει κανείς ότι όλοι οι γνωστοί μας δημιουργοί, οι αρχαίοι λυρικοί αλλά και οι δραματικοί ποιητές, όπως η Σαπφώ, ο Πίνδαρος, ο Σοφοκλής, ο Αριστοφάνης κ. ά., έγραφαν οι ίδιοι τη μουσική των έργων τους.
Μια σημαντική πηγή πληροφοριών για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής από τις απαρχές της ως τον 4ο αι. π. Χ. αποτελεί το κείμενο Περὶ μουσικής που έχει σωθεί μαζί με άλλα έργα του Πλουτάρχου από τη Χαιρώνεια (50-120 μ. Χ.). Στην πραγματικότητα ανήκει, σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, σε έναν άγνωστο συγγραφέα του 2ου ή και του 3ου αι. μ. Χ., και γι’ αυτό το έργο αναφέρεται συνήθως ως «ψευδοΠλουτάρχου Περὶ μουσικής», όπως συμβαίνει για πολλά νοθευόμενα, δηλαδή μη γνήσια έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Πρόκειται για ένα έργο όχι ιδιαίτερης λογοτεχνικής αλλά περισσότερο ιστορικής αξίας. Η μορφή του έργου είναι διαλογική. Δεν πρέπει όμως να έχει κανείς κατά νουν τον πολύπλοκο πλατωνικό διάλογο αλλά τον τύπο του διαλόγου που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης και τον ακολούθησε ο Ρωμαίος Κικέρωνας: ένας διάλογος δηλαδή που συγκροτείται από εκτεταμένους μονολόγους.
Από τις πολυάριθμες πηγές του έργου δύο κατά βάση είναι οι σημαντικότερες : ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (δηλαδή από τον Εύξεινο Πόντο) και ο Αριστόξενος. Ο πρώτος άκμασε γύρω στο 360 π. Χ. και υπήρξε ακροατής και της Ακαδημίας και του Περιπάτου, και έτσι μας μεταφέρει απόψεις και πλατωνικές και αριστοτελικές. Ο δεύτερος από τον Τάραντα, γνωστό κέντρο Πυθαγορείων, έζησε τα μέσα του 4ου αι. και γύρω στο 330 π. Χ. ήρθε στην Αθήνα και μαθήτευσε στον Αριστοτέλη, τον οποίο φιλοδόξησε να διαδεχτεί μετά το θάνατό του στη διεύθυνση του Λυκείου, χωρίς φυσικά να καταφέρει να πραγματοποιήσει τον ομολογημένο πόθο του. Από τα πολλά έργα του σώζεται το μεγαλύτερο μέρος από τα Ἁρμονικά Στοιχεία και ένα σημαντικό τμήμα από τα Ῥυθμικά Στοιχεία .
Ένα από τα βασικά θέματα του έργου Περί μουσικῆς είναι οι καινοτομίες ή οι νεωτερισμοί που μετέβαλαν το χαρακτήρα της παλιάς μουσικής, από τον Όλυμπο ως τον Πίνδαρο και τους άλλους κλασικούς συνθέτες. Οι διάφοροι μουσικοί νεωτερισμοί, επινοήσεις ή εφευρέσεις (ευρέσεις, εξευρέσεις) εντάσσονται σε ένα εκτενή κατάλογο ευρετών (θεών όπως ο Απόλλωνας, μυθικών μορφών όπως ο Αμφίων και ιστορικών μορφών σαν τον Λάσο από την Ερμιόνη) θέμα προσφιλές σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας.
Η αρχή και αιτία της παρακμής (παραφθορά και διαφθορά είναι οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του περί μουσικής) εντοπίζεται στη μουσική του θεάτρου ( κεφ. 27) τη θεατρικὴ μούσα, όπως συχνά αναφέρεται στο κείμενο, το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. και εξής. Ο Διθύραμβος, δηλαδή το χορικό τραγούδι με συνοδεία αυλού, αρχικά προς τιμήν του Διονύσου, αφενός και ο κιθαρωδικός νόμος, είδος μουσικής σύνθεσης με τραγούδι συνοδεία κιθάρας αφετέρου αποτελούν την πέτρα του σκανδάλου.
Η έκταση και η απήχηση της νέας μουσικής στο αθηναϊκό κοινό μπορεί να κατανοηθεί, αν λογαριάσει κανείς ότι δύο χοροί πενήντα ατόμων (ανδρών και εφήβων) από κάθε φυλή, δηλαδή χίλιοι περίπου τραγουδιστές διαγωνίζονται στο θέατρο του Διονύσου την πρώτη μέρα των Μεγάλων Διονυσίων μπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο (πρέπει να έχουμε κατά νουν ότι κάθε αθηναϊκή οικογένεια έχει ένα τουλάχιστον μέλος της που διαγωνίζεται στην ορχήστρα του θεάτρου). Πρωτεργάτες της νέας μουσικής είναι κυρίως οι Μελανιπίδης, Κρέξος, Κινησίας, Φρύνης, Τιμόθεος και Φιλόξενος αλλά και κιθαρωδοί. Η μουσική τους είχε επίδραση και στο έργο των τραγικών ποιητών, όπως ο Ευριπίδης και ο Αγάθων.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της νέα μουσικής ή καλύτερα των νέων τάσεων της μουσικής είναι τα εξής : Το πρώτο είναι αι καμπαί, δηλαδή ό,τι ονομάζεται αργότερα μετατροπίες, το δεύτερο ο αυξανόμενος αριθμός των φθόγγων και η επαύξηση της μελωδικής ποικιλίας, και τρίτον αι αναβολαί : δηλαδή μουσικά πρελούδια που διασπούν τη παραδοσιακή δομή του Διθυράμβου (στροφή-αντιστροφή) και πιθανόν ο όρος να χαρακτήριζε το νέο διθύραμβο στο σύνολό του.
Όλοι οι μουσικοί νεωτερισμοί του παρελθόντος χαρακτηρίζονται, τονίζει ο συγγραφέας, από σεβασμό στην παράδοση, στο σεμνόν και το πρέπον.
«Την παλιά εποχή οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τη μουσική με σεβασμό στην αξία της, όπως έκαναν και με όλες τις άλλες δραστηριότητές τους. Αντίθετα, οι σύγχρονοί μας μουσικοί απέρριψαν τη σοβαρή πλευρά της και αντί για την ανδροπρεπή, εμπνευσμένη και αγαπημένη από τους θεούς μουσική φέρνουν στο θέατρο μια μουσική εκθηλυμένη, φλύαρη και όχι σοβαρή.
Οι μουσικές γνώσεις και οι επιλογές των παλαιών μουσικών αξολογούνται ως εξής από το συγγραφέα μας:
«Όλοι οι παλαιοί συνθέτες παρόλο που είχαν γνώση των αρμονιών, χρησιμοποιούσαν μερικές από αυτές. Δεν ήταν λοιπόν η άγνοια η αιτία που ούτε ο Όλυμπος, ο αρχηγέτης της ελληνικής μουσικής, ούτε ο Τέρπανδρος, αλλά και όσοι άλλοι συνθέτες ακολούθησαν την τεχνοτροπία τους, δεν εφάρμοσαν τη χρήση πολλών φθόγγων και το πολύπλοκο ύφος. Άλλωστε αν και οι συνθέσεις αυτών των μεγάλων συνθετών περιορίζονται σε τρεις νότες (εννοείται σε κάθε τετράχορδο) και είναι απλές υπερέχουν κατά πολύ από τις συνθέσεις των νεότερων, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να μιμηθούν το ύφος του Ολύμπου»
Ο συγγραφέας αναφέρει με επιμονή συνθέτες που ακολουθούσαν την παράδοση: «Υπήρχε ένας Παγκράτης, συνθέτης του 4ου αι. π. Χ., ο οποίος σε ελάχιστες περιπτώσεις χρησιμοποιούσε το χρωματικό γένος (δηλαδή το γένος που είχε χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο το διάστημα ενός τόνου και μισού) και αυτό όχι από άγνοια αλλά γιατί ο ίδιος το επέλεξε: είχε, όπως ο ίδιος έλεγε, πρότυπό του το ύφος, την τεχνοτροπία του Πινδάρου και του Σιμωνίδη και γενικά ό,τι οι σημερινοί ονομάζουν παλιομοδίτικο. Το ίδιο ισχύει και για τον Τυρταίο από τη Μαντίνεια, τον Ανδρέα από την Κόρινθο και για πολλούς άλλους (πρόκειται για μουσικούς του 4ου αι. π. Χ.) οι οποίοι αποφάσισαν να μη χρησιμοποιήσουν ούτε το χρωματικό γένος ούτε μετατροπίες ούτε πολλούς φθόγγους….που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή». (1137 E κ.ε.)
«Οι παλαιοί Έλληνες κατεξοχήν είχαν κύριο μέλημά τους τη μουσική εκπαίδευση, γιατί πίστευαν ότι έπρεπε να διαπλάθουν την ψυχή και να της χαρίζουν μια ρυθμική διαμορφωμένη τάξη στοχεύοντας τη χάρη και την ευπρέπεια: η μουσική ήταν χρήσιμη σε κάθε περίσταση και σε κάθε σοβαρή δραστηριότητα….» και συμπληρώνει «στην εποχή μας έχει τέτοια άνοδο αυτό το παρακμιακό είδος μουσικής, ώστε όχι μόνο κανείς δεν κάνει καμιά αναφορά ούτε κατανοεί τον παιδευτικό της ρόλο αλλά όλοι όσοι ασχολούνται με τη μουσική στρέφονται στη μουσική του θεάτρου». Έτσι οι ποιητές εγκαταλείποντας τις παλιές καθορισμένες μορφές περιφρονούν και την επίδραση της μουσικής στην ψυχή: «μέριμνα και φροντίδα των αρχαίων ήταν το ήθος, ο ηθικός χαρακτήρας, και γι’ αυτό προτιμούσαν τη μεγαλοπρέπεια και την λιτότητας της παλαιάς μουσικής. Λένε μάλιστα πως κάποτε οι Αργείοι επέβαλαν ποινές στους παραβάτες των κανόνων της μουσικής και όρισαν πρόστιμο σε εκείνον που επεχείρησε να χρησιμοποιήσει περισσότερες από επτά χορδές και να εισαγάγει τον μιξολύδιο τρόπο, δηλαδή τη μιξολύδια αρμονία (δηλαδή το οκτάχορδο si-si στο διατονικό γένος )»
Παράλληλα με τους μουσικούς νεωτερισμούς παρατηρείται σταδιακά αλλαγή και στη νοοτροπία του αθηναϊκού κοινού: τόσο στη μουσική όσο και στο θέατρο το κοινό ενθουσιάζεται περισσότερο με τη δεξιοτεχνία του εκτελεστή. «Η μουσική κέρδισε το προβάδισμα σε σχέση με το κείμενο, και ο αυλητής έγινε πρωταγωνιστικό πρόσωπο…ο Διθύραμβος έγινε ένα είδος συναυλία». Αυτό το σύμπτωμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, δηλαδή ο εκτελεστής να εκτοπίζει το δημιουργό περιγράφει ο συμπιλητής του έργου ως εξής: «Ο συνθέτης Μελανιπίδης δεν έμεινε πιστός στη μουσική παράδοση ούτε ο Φιλόξενος ούτε και ο Τιμόθεος. Αυτός μάλιστα ο τελευταίος αύξησε τους επτά φθόγγους της λύρας. Αλλά και η αυλητική τέχνη άλλαξε σταδιακά και η μουσική από απλή έγινε περισσότερο περίπλοκη. Την παλιά εποχή ως τις μέρες του Μελανιππίδη, συνθέτη διθυράμβων, οι αυλητές πληρώνονταν από τους ποιητές, μ’ άλλα λόγια η ποίηση είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, και οι αυλητές έπαιρναν οδηγίες από τους δασκάλους και τις ακολουθούσαν πιστά. Αργότερα όμως εξαφανίστηκε αυτή η συνήθεια..».
Και ο Αριστοτέλης στη Ῥητορικὴ (Γ 1403 b 33) με αφορμή το θέατρο σχολιάζει ότι «…οι ηθοποιοί θεωρούνται σήμερα σημαντικότερα πρόσωπα από τους ποιητές».
Με προφανή ικανοποίηση και δικαίωση των απόψεών του ο συμπιλητής του έργου παραθέτει την άποψη του Αριστόξενου του Ταραντίνου, μέγιστου πολέμιου των νεωτεριστών, ο οποίος καταθέτοντας το παράδειγμα του Τελεσία, πιστεύει ότι περιγράφει το θρίαμβο της παλαιάς καλής τέχνης: «Ο Αριστόξενος απέδειξε ότι η επιτυχία ή η αποτυχία στη μουσική εξαρτάται από την εκπαίδευση και τη διδασκαλία. Μας λέει λοιπόν πως ο Τελεσίας από τη Θήβα, ένας συνομίληκός του, από μικρό παιδί εκπαιδεύτηκε με υψηλής ποιότητας μουσική: ανάμεσα στα έργα που διδάχτηκε ήταν έργα του Πινδάρου, του Λάμπρου, του Πρατίνα, του Διονύσιου από τη Θήβα αλλά και άλλων εξαίρετων λυρικών ποιητών που είχαν διακριθεί για την ενόργανη μουσική τους. Τονίζει μάλιστα πως ο ίδιος ο Τελεσίας είχε παίξει αυλούς και είχε εκπαιδευτεί και σε άλλους κλάδους της μουσικής τέχνης. Όταν όμως μεγάλωσε, τον συνεπήρε και τον παρέσυρε η περίτεχνη και πολύπλοκη μουσική του θεάτρου, με αποτέλεσμα να παρατήσει και να αδιαφορήσει τελείως για τη μουσική ποιότητας με την οποία γαλουχήθηκε και άρχισε να μαθαίνει τα έργα του Φιλόξενου και του Τιμόθεου και μάλιστα να επιλέγει από αυτά τα πιο περίπλοκα και τα γεμάτα νεωτερισμούς. Όταν ο ίδιος άρχισε να συνθέτει μουσική, αποπειράθηκε να εφαρμόσει την τεχνοτροπία και του Πινδάρου και του Φιλόξενου, όμως στο δεύτερο είδος σύνθεσης δεν είχε επιτυχία. Φυσικά γι’ αυτό αιτία στάθηκε η εξαίρετη εκπαίδευση που είχε στη νεανική του ηλικία». (1142 Β-C)
Η νέα μουσική όμως φαίνεται ότι επικρατεί σταδιακά παρά τις αντιρρήσεις και τις σφοδρές αντιδράσεις πολλών φιλοσόφων.

Για περισσότερα:
1. M. L. West, Αρχαία Ελληνική Μουσική, μτφρ. Σ. Κομνηνός, Αθήνα 2004, Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Το πιο έγκυρο και σύγχρονο εγχειρίδιο ενός εξαίρετου μελετητή της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Απευθύνεται σε αναγνώστες με στοιχειώδη μουσική παιδεία. Δυστυχώς η μετάφραση αδικεί το εξαιρετικό αυτό βιβλίο.
2. Α.- J. Neubecker, Aρχαία Ελληνική Μουσική, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1986.
3. Σ. Μιχαηλίδης: Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989.
4. A. Belis, Η καθημερινή ζωή των μουσικών στην αρχαιότητα, εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα 2004

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

εξουσία, τέχνη, γέλιο


Ένας ηρωϊκός θάνατος: O Γελωτοποιός και ο Πρίγκιπας
Charl Beudelaire, Le Spleen de Paris ,μτφρ, Σ. Bαρβαρούσης, Eρατώ, σελ. 99-106

«O Φανσιούλ ήταν ένας θαυμάσιος γελωτοποιός και σχεδόν ένας φίλος του Πρίγκιπα. Aλλά για τα άτομα που είναι αφιερωμένα εξ επαγγέλματος στην κωμωδία, τα σοβαρά πράγματα έχουν μία μοιραία γοητεία και, παρόλο που ίσως φαίνεται παράδοξο ότι οι ιδέες της ελευθερίας μπορούν να καταλάβουν δεσποτικά το μυαλό ενός παλιάτσου, μια μέρα ο Φανσιούλ μπήκε σε μια συνωμοσία που την είχαν εξυφάνει μερικοί δυσαρεστημένοι ευπατρίδες.
Yπάρχουν παντού ακέραιοι άνθρωποι για να καταγγείλουν στην εξουσία αυτά τα οξύχολα άτομα που θέλουν να ανατρέψουν τους πρίγκιπες και να πραγματοποιήσουν, χωρίς να τη συμβουλευτούν, την αλλαγή της κοινωνίας. Oι εν λόγω συνελήφθησαν, το ίδιο και ο Φανσιούλ, και τους περίμενε βέβαιος θάνατος.
Θα πίστευα πρόθυμα ότι ο Πρίγκιπας ήταν σχεδόν λυπημένος που βρήκε τον αγαπημένο του θετρίνο ανάμεσα στους στασιαστές. O Πρίγκιπας δεν ήταν ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από κάποιον άλλο· αλλά μια υπερβολική ευαισθησία τον έκαμνε, σε πολλές περιπτώσεις, πιο ωμό και πιο τυραννικό από όλους τους όμοιους του. Παθιασμένος λάτρης των καλών τεχνών, έξοχος γνώστης άλλωστε, ήταν πράγματι ακόρεστος στις απολαύσεις. Aρκετά αδιάφορος απέναντι στους ανθρώπους και στην ηθική, αληθινός καλλιτέχνης ο ίδιος, δε γνώριζε επικίνδυνο εχθρό άλλο από την Πλήξη, και οι αλλόκοτες προσπάθειες που έκαμνε για να αποφύγει ή να νικήσει αυτό τον τύραννο του κόσμου θα του είχαν σίγουρα προσδώσει, εκ μέρους ενός αυστηρού ιστορικού, το χαρακτηρισμό «τέρας», αν επιτρεπόταν, στα εδάφη του, να γράφεται κάτι που να μην αποβλέπει αποκλειστικά στην τέρψη και στην έκπληξη, που είναι μια από τις πιο εκλεκτές μορφές της τέρψης.
H μεγάλη δυστυχία του Πρίγκιπα ήταν που δεν είχε ένα αρκετά μεγάλο θέατρο για τη μεγαλοφυΐα του. Yπάρχουν νεαροί Nέρωνες που ασφυκτιούν μέσα σε πάρα πολύ στενά όρια και των οποίων το όνομα και η καλή θέληση θα αγνοούν για πάντα οι μελλοντικοί αιώνες. H απερίσκεπτη Πρόνοια είχε δώσει σ΄αυτόν χαρίσματα μεγαλύτερα από τις Eπικράτειές του.
Ξαφνικά διαδόθηκε η φήμη ότι ο Hγεμόνας ήθελε να δώσει χάρη σε όλους τους συνωμότες· και η αιτία αυτής της φήμης ήταν η αναγγελία ενός μεγάλου θεάματος, όπου ο Φανσιούλ θα έπαιζε έναν από τους κυριότερους και καλύτερους ρόλους του, και στο οποίο, έλεγαν, θα παρευρίσκονταν επίσης οι καταδικασμένοι Eυπατρίδες· ξεκάθαρο σημάδι, θα πρόσθεταν τα επιπόλαια πνεύματα, των μεγαλόψυχων διαθέσεων του προσβλημένου Πρίγκιπα.
Aπό έναν άνθρωπο τόσο εκκεντρικό, εκ φύσεως και εσκεμμένα, όλα ήταν δυνατά, ακόμα και η αρετή, ακόμα και η επιείκεια, κυρίως αν μπορούσε να ελπίζει ότι θα εύρισκε έτσι κάποιες απρόσμενες απολαύσεις. Aλλά γι΄ αυτούς που, όπως εγώ, είχαν μπορέσει να διεισδύσουν στα βάθη αυτής της παράξενης και άρρωστης ψυχής, ήταν απείρως πιθανότερο ότι ο Πρίγκιπας ήθελε να κρίνει την αξία των σκηνικών ταλέντων ενός μελλοθάνατου. Ήθελε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να κάνει ένα βιολογικό πείραμα κεφαλαιώδους ενδιαφέροντος, και να διαπιστώσει μέχρι ποιο σημείο οι συνηθισμένες ικανότητες ενός καλλιτέχνη μπορούσαν να αλλοιωθούν ή να μεταβληθούν εξαιτίας της ιδιαίτερης κατάστασης στην οποία βρισκόταν· πέρα απ αυτό, υπήρχε στην ψυχή του κάποια λιγότερο ή περισσότερο σταθερή πρόθεση για επιείκεια; Eίναι ένα σημείο που δε διαλευκάνθηκε ποτέ.
Eπιτέλους, όταν έφτασε η μεγάλη ημέρα, αυτή η μικρή αυλή παρέταξε όλη τη μεγαλοπρέπειά της, και θα ήταν δύσκολο να συλλάβει κανείς, αν δεν ήταν παρών, πόση λαμπρότητα μπορεί να επιδείξει η προνομιούχα τάξη ενός πολύ μικρού κράτους, με πολύ περιορισμένους πόρους, για μια αληθινά πανηγυρική τελετή. Kαι ήταν αλήθεια πανηγυρική για δύο λόγους: πρώτα πρώτα με τη μαγεία της πολυτέλειας που είχε απλωθεί κι έπειτα εξαιτίας του ηθικού και μυστηριώδους ενδιαφέροντος που ήταν συνδεμένο μ αυτήν.
O Φανσιούλ διέπρεπε κυρίως σε βωβούς ρόλους ή σε όσους δεν ήταν φορτωμένοι με πολλά λόγια, οι οποίοι είναι συχνά βασικοί σε παραμυθένια δράματα που το αντικείμενό τους είναι να παρουσιάζουν συμβολικά το μυστήριο της ζωής. Mπήκε στη σκηνή ανάλαφρα και με τέλεια άνεση, πράγμα που βοήθησε να ενισχυθεί στο ευγενές κοινό η ιδέα της επιείκειας και της συγγνώμης. O Φανσιούλ ήταν εκείνο το βράδυ μία τέλεια εξιδανίκευση που ήταν αδύνατο να μη θεωρηθεί ζωντανή, υπαρκτή, πραγματική. Aυτός ο γελωτοποιός πήγαινε, ερχόταν, γελούσε, έκλαιγε, έκανε σπασμούς, με ένα άφθαρτο φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι, φωτοστέφανο αόρατο για όλους, αλλά ορατό για μένα, και όπου έσμιγαν, σ ένα παράξενο αμάλγαμα , οι ακτίνες τις Tέχνης και η δόξα του Mάρτυρα. O Φανσιούλ εισήγαγε, κι εγώ δεν ξέρω με ποια ειδική χάρη, το θείο και το υπερφυσικό μέχρι τις πιο υπερβολικές φάρσες. H πένα μου τρέμει και δάκρυα μιας πάντα έντονης συγκίνησης μου ανεβαίνουν στα μάτια καθώς προσπαθώ να σας περιγράψω αυτή την αλησμόνητη βραδιά. O Φανσιούλ μου αποδείκνυε, μ΄ ένα τρόπο αναντίρρητο και αδιαμφισβήτητο ότι η μέθη της Tέχνης είναι ικανή περισσότερο από κάθε άλλη να καλύψει τον τρόμο της αβύσσου· ότι η μεγαλοφυΐα μπορεί να παίζει θέατρο στην άκρη του τάφου με μια χαρά που να την εμποδίζει να βλέπει τον τάφο, χαμένη, καθώς είναι μέσα σ ένα παράδεισο που αποκλείει κάθε ιδέα περί τάφου και καταστροφής. Όλο αυτό το κοινό, όσο μπλαζέ και επιπόλαιο κι αν ήταν, δέχτηκε σύντομα την παντοδύναμη επίδραση του καλλιτέχνη. Kανείς δε σκέφτηκε πια θάνατο, πένθος ή βασανιστήρια. Όλοι εγκαταλείφτηκαν, χωρίς ανησυχία, στις αυξημένες απολαύσεις που προσφέρει η θέα ενός ζωντανού αριστουργήματος τέχνης.
Oι εκρήξεις της χαράς και του θαυμασμού συντάραξαν κατ΄ επανάληψη τους θόλους του οικοδομήματος με τη δύναμη ενός συνεχόμενου κεραυνού. O ίδιος ο Πρίγκιπας, μεθυσμένος πρόσθεσε τα χειροκροτήματά του στα χειροκροτήματα της αυλής του. Ωστόσο, για ένα διορατικό μάτι, η δικιά του μέθη δεν ήταν εντελώς γνήσια. Ένιωθε νικημένος μέσα στη δεσποτική εξουσία του; ταπεινωμένος στην τέχνη να τρομοκρατεί τις καρδιές και τα πνεύματα; απογοητευμένος από τις προσδοκίες του και από τις προβλέψεις του; Tέτοιες υποθέσεις όχι ακριβώς δικαιολογημένες, αλλά ούτε απολύτως αδικαιολόγητες, διαπερνούσαν το μυαλό μου, καθώς παρατηρούσα το πρόσωπο του Πρίγκιπα, που πάνω στη συνηθισμένη του χλωμάδα έπεφτε μια καινούρια χλωμάδα, όπως το χιόνι πέφτει πάνω στο χιόνι. Tα χείλη του σφίγγονταν όλο και περισσότερο, και τα μάτια του έλαμπαν από μια εσωτερική ζήλια όμοια με τη φλόγα της ζήλιας και της μνησικακίας, ακόμα και την ώρα που χειροκροτούσε επιδεικτικά τα ταλέντα του παλιού του φίλου, του παράξενου γελωτοποιού, που γελοιοποιούσε τόσο πολύ το θάνατο.
Kάποια στιγμή είδα την αυτού Yψηλότητα να σκύβει προς ένα μικρό ακόλουθο, που στεκόταν πίσω της, και να του μιλάει στο αυτί. H σκανταλιάρικη φυσιογνωμία του ωραίου παιδιού φωτίστηκε από ένα χαμόγελο· κι έπειτα άφησε ζωηρά το πριγκιπικό θεωρείο, σαν για να εκπληρώσει μια επείγουσα παραγγελία.
Λίγα λεπτά αργότερα ένα διαπεραστικό σφύριγμα διέκοψε το Φανσιούλ σε μια από τις καλύτερες στιγμές του, κι έσκισε τ΄αυτιά και τις καρδιές συνάμα. Kι από το μέρος της αίθουσας από όπου είχε ξεχυθεί αυτή η απροσδόκητη αποδοκιμασία, ένα παιδί ορμούσε σ ένα διάδρομο γελώντας πνιχτά.
O Φανσιούλ ταράχτηκε, καθώς τον ξύπνησαν μέσα στο όνειρό του, έκλεισε πρώτα τα μάτια, έπειτα τα ξανάνοιξε σχεδόν αμέσως, υπερβολικά γουρλωμένα, άνοιξε σπασμωδικά το στόμα, τρίκλισε λίγο προς τα μπρος λίγο προς τα πίσω κι έπειτα έπεσε μονοκόμματα νεκρός πάνω στο σανίδι. Tο σφύριγμα γρήγορο σαν ρομφαία είχε προτιμηθεί σε σχέση με το δήμιο;
O Πρίγκιπας ο ίδιος είχε μαντέψει την ανθρωποκτόνα δύναμη της πανουργίας του; Eπιτρέπεται να αμφιβάλλουμε. Λυπήθηκε τον αγαπητό του και αμίμητο Φανσιούλ; Eίναι καλό και νόμιμο να το πιστεύουμε. Oι ένοχοι ευπατρίδες είχαν απολαύσει για τελευταία φορά το θέαμα της κωμωδίας. Tην ίδια νύχτα έσβηναν από τη ζωή. Aπό τότε, πολλοί μίμοι, που δίκαια τους εκτιμούσαν στις διάφορες χώρες ήρθαν να παίξουν μπροστά στην αυλή ....αλλά κανένας δεν μπόρεσε να θυμίσει τα θαυμάσια ταλέντα του Φανσιούλ».

Η δημόσια εκπαίδευση και ο πολίτης



Η δημόσια εκπαίδευση και ο πολίτης

Στις περισσότερες πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας κατά τον 5ο και 4ο αι. π. Χ. η εκπαίδευση είναι στα χέρια ιδιωτών και όχι του κράτους, το σχολείο δηλαδή είναι ιδιωτική υπόθεση. Γνωρίζουμε πολλά σχολεία της εποχής, όπως το σχολείο του Αθηναίου Φειδόστρατου, που μνημονεύει ο Πλάτων στο διάλογο Ἱππίας μείζων, ακόμη και σχολεία εταιρών, στα οποία διδάσκονταν χορός και αυλός . Η μόνη ίσως εξαίρεση στη γενικευμένη ιδιωτική εκπαίδευση φαίνεται να είναι η Σπάρτη για την οποία ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια σημειώνει με έμφαση: «Φαίνεται ωστόσο ότι μόνο στην πόλη των Λακεδαιμονίων και σε κάτι λίγες πόλεις ο νομοθέτης έλαβε πρόνοια για τα θέματα της ανατροφής και των ασχολιών των ανθρώπων», παρόλο που σε άλλο σημείο του έργου διαφωνεί με το στόχο του σπαρτιατικού εκπαιδευτικού συστήματος που είναι ο πόλεμος και η κυριαρχία.
Με την εκπαίδευση όμως στην αρχαία Ελλάδα συνδέεται άρρηκτα το ζήτημα της εγγραμματοσύνης, εκτεταμένης ή περιορισμένης, τόσο στην αρχαία Αθήνα όσο και στις άλλες πόλεις. Με βάση διάφορες πηγές, όπως αγγειογραφίες, και μαρτυρίες με αναφορά σχολείων από τον Ηρόδοτο ( 6.27.2) στη Χίο, από τον Παυσανία (6.9.6-7) στην Αστυπάλαια και από τον Θουκυδίδη 7.29.5 στη Μυκαλησσό της Βοιωτίας, σε μικρές δηλαδή πόλεις, φαίνεται να υποστηρίζεται η άποψη της ύπαρξης εγγραμματοσύνης όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στον αρχαίο κόσμο γενικότερα. Στην αρχαία Αθήνα πάντως μπορούμε να πούμε ότι οι Αθηναίοι πολίτες σε μεγάλο βαθμό γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, αφού η λειτουργία τους ως πολιτών και η άσκηση των καθηκόντων τους ως αρχόντων επέτασσε στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις. Το πλήθος όμως των Αθηναίων δε διέθετε τις απαραίτητες γνώσεις, προκειμένου να επιδοθεί σε συχνή και απρόσκοπτη μελέτη με στόχο την απόλαυση και την καλλιέργεια. Όσον αφορά τις εγγράμματες γυναίκες, για τις οποίες απουσιάζουν οι γραπτές μαρτυρίες, η αγγειογραφία όμως της εποχής εμφανίζει πολλές, φαίνεται ότι οι κόρες πλούσιων οικογενειών πήγαιναν στα σχολεία. Την κλασική εποχή, αν δεχτούμε ότι σε σύγκριση με τους πολίτες άλλων πόλεων, περισσότεροι ήταν οι Αθηναίοι που είχαν μάθει να διαβάζουν και να γράφουν, θα τους είχε ενθαρρύνει η σύνδεση της γραφής στην Αθήνα με τη δημοκρατία, τις δημόσιες επιγραφές και τους γραπτούς νόμους. Οι συσχετίσεις αυτές προσέδιδαν στη γραφή σταδιακά την εμπιστοσύνη του κόσμου για ασφαλείς δημόσιες και ιδιωτικές συναλλαγές.
Η ιδιωτική εκκπαίδευση στην Αθήνα περιγράφεται στον πασίγνωστο πλατωνικό Πρωταγόρα. Δύο στοιχεία της πλατωνικής αφήγησης αξίζει να επισημανθούν. Το πρώτο είναι ότι οι γονείς δε στοχεύουν μόνο στην απόκτηση γνώσεων, αλλά και στην αγωγή των νέων, τη διάπλαση του ψυχισμού τους μέσω και της μουσικής: στόχος είναι να «στεριώσουν στις παιδικές ψυχές οι ρυθμοί και οι αρμονίες» (εὐρυθμία, εὐαρμοστία). Το δεύτερο είναι η ομολογία του φιλοσόφου για το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο της εκπαίδευσης: «αυτά βέβαια τα κάνουν όσοι διαθέτουν τα πιο πολλά μέσα, κι αυτοί είναι κατεξοχήν οι πλούσιοι. Αυτών τα παιδιά αρχίζουν να πηγαίνουν στους δασκάλους πολύ πιο νωρίς από τους συνομηλίκους τους και να σταματούν τις σπουδές τους πολύ πιο αργά» (326 c) . Ο ίδιος ο Πλάτων όμως στις πολιτικές φιλοσοφικές μελέτες του, που αποτυπώνονται στην Πολιτεία και στους Νόμους, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που προτείνει ο ίδιος, θεωρεί την παιδεία ως τον κατεξοχήν μοχλό διαμόρφωσης των ανθρώπων και εισηγείται την επίσημη κρατική εκπαίδευση.
Ο Αριστοτέλης πιστεύει κι αυτός ότι η παιδεία συνδέεται άρρηκτα με την αγωγή των νέων, των μελλοντικών δηλαδή πολιτών του κράτους, πολιτική δηλαδή και παιδεία δεν είναι ανεξάρτητες δραστηριότητες, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Ο όρος παιδεία αρχικά σημαίνει την εκπαίδευση των νέων και με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται κυρίως στα Πολιτικά. Στις αναλύσεις όμως τόσο στο ίδιο έργο όσο και στις ηθικές πραγματείες του ( η τελευταία χρονολογικά και πιο ολοκληρωμένη είναι τα Ηθικά Νικομάχεια ) ο φιλόσοφος υιοθετεί και τη σημασία που έχει αναπτυχθεί τον 4ο αι., δηλαδή της καλλιέργειας, της κουλτούρας του ενήλικου αλλά και του ηλικιωμένου: «αυτός που έχει πάρει μια γενική μόρφωση (πεπαιδευμένος) είναι γενικά καλός κριτής των πραγμάτων» Ηθ. Νικ. Α 3.
Ο όρος παιδεία συνδέεται επίσης στενά με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του πολίτη. Κατά βάση στις αναλύσεις των Πολιτικών εκτός από τις κοινωνικές ομάδες των πλουσίων (εὔποροι) και των φτωχών (ἄποροι) αναφέρονται συχνά οι όροι ἐπιεικεῖς (λογικοί, αξιοσέβαστοι, ακριβοδίκαιοι) χαρίεντες (μορφωμένοι, καλλιεργημένοι) στους οποίους η παιδεία αποδίδεται ως βασικό χαρακτηριστικό. Ταυτόχρονα αποτελούν μέλη μιας αριστοκρατικής ομάδας που χαρακτηρίζεται από κληρονομημένο πλούτο, ευγενική καταγωγή, καλή ανατροφή και παιδεία.
Το αριστοτελικό έργο στο οποίο εξετάζεται λεπτομερώς η εκπαίδευση και η στενή σύνδεσή της με την πολιτική είναι τα Πολιτικά. Στα οκτώ βιβλία του έργου με το οποίο ολοκληρώνεται η αριστοτελική φιλοσοφία για την ανθρώπινη συμβίωση, είναι εμφανής η ύπαρξη δύο κεντρικών αξόνων γύρω από τους οποίους οργανώνονται οι έρευνες του φιλοσόφου: Ο πρώτος άξονας συγκροτείται από έρευνες για το σχεδιασμό ενός άριστου, ιδανικού κράτους, μιας ουτοπίας (Η-Θ), αφού έχει εξετάσει τις απόψεις παλαιότερων πολιτικών στοχαστών ή θεωρητικών της πολιτικής για το θέμα αυτό (Φαλέας, Ιππόδαμος και Πλάτων) (Β) και έχει καθορίσει τις έννοιες, πόλις (Α), πολίτης και πολιτεία ( τρόπος διακυβέρνησης, το πολίτευμα) διακρίνοντας τα ορθά πολιτεύματα από τα εσφαλμένα (Γ). Στο δεύτερο άξονα εντάσσεται το υλικό των βιβλίων (Δ-Ε-Ζ), το εμπειρικό μέρος, όπως ονομάστηκε από τους ερευνητές, στο οποίο μελετά όλες τις μορφές των υπαρχόντων πολιτευμάτων, δηλαδή των ιστορικών κρατών του 4ου αι. π. Χ.
Στο τέλος του Η (7) βιβλίου των Πολιτικών, όπου εξετάζει το άριστο πολίτευμα, ο φιλόσοφος εξαγγέλλει το σχέδιο της έρευνας που θα ακολουθήσει στο επόμενο και τελευταίο ημιτελές βιβλίο (Θ): «πρώτα πρώτα, τονίζει ο Αριστοτέλης, πρέπει να εξετάσουμε εάν θα καθορίσουμε κανόνες που να διέπουν την εκπαίδευση των παιδιών. Στη συνέχεια εάν η εκπαίδευση των παιδιών θα πρέπει να είναι στα χέρια του κράτους ή των ιδιωτών, όπως συμβαίνει ακόμα και τώρα στις περισσότερες πόλεις-κράτη. Τέλος πρέπει να καθορίσουμε τη φύση των κανόνων που θα διέπουν την εκπαίδευση. (1337 α 2-6)».
Στο επόμενο Θ (8ο) βιβλίο εξετάζονται τα εξής θέματα: α. η ανάγκη η νομοθεσία να ρυθμίζει τα ζητήματα της εκπαίδευσης για πολιτικούς και ηθικούς λόγους. β. η αναγκαιότητα η δημόσια παιδεία να βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο. γ. η απουσία σαφούς άποψης για τα αντικείμενα της εκπαίδευσης και οι αντικρουόμενες απόψεις. δ. ο ρόλος της γυμναστικής στο εκπαιδευτικό σύστημα και ε. οι σκοποί και οι μέθοδοι της μουσικής.
«Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο νομοθέτης πρέπει να ασχολείται με την εκπαίδευση των νέων. Στις πόλεις που δε συμβαίνει αυτό παθαίνει ζημιά το πολίτευμα. Γιατί πρέπει η εκπαίδευση των νέων να εναρμονίζεται με το πολίτευμα της πόλης. Το ιδιαίτερο ήθος κάθε πολιτεύματος συνήθως και διαφυλάττει το πολίτευμα και το εγκαθιδρύει από την αρχή, το δημοκρατικό ήθος τη δημοκρατία, το ολιγαρχικό ήθος την ολιγαρχία. Και πάντοτε το καλύτερο ήθος είναι η αιτία του καλύτερου πολιτεύματος. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι υπάρχουν πράγματα στα οποία εκπαιδεύεται κανείς για κάθε δεξιότητα και για κάθε τέχνη και εθίζεται για να κάνει τις εργασίες της τέχνης αυτής, επομένως είναι φανερό ότι το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τις πράξεις της αρετής.
Επειδή ένας είναι ο σκοπός της πόλης, είναι ολοφάνερο ότι είναι ανάγκη η παιδεία να είναι μία και αυτή για όλους. Η φροντίδα για την παιδεία πρέπει να είναι δημόσια και όχι ιδιωτική, όπως συμβαίνει σήμερα : ο κάθε γονέας φροντίζει για τα παιδιά του και τους διδάσκει ό,τι φαίνεται στον ίδιο καλό και κατάλληλο. Επιβάλλεται λοιπόν για υποθέσεις κοινές, όπως είναι η εκπαίδευση, να είναι κοινή και η προετοιμασία, η άσκηση και η εποπτεία τους. Ακόμη δεν πρέπει ο κάθε πολίτης να θεωρεί ότι ανήκει στον εαυτό του, αλλά όλοι ανήκουν στην πόλη, γιατί ο καθένας είναι μέρος της πόλης. Και η φροντίδα του κάθε μέρους είναι φυσικά ανάγκη να αποβλέπει στη φροντίδα του όλου. Γι’ αυτό πρέπει να επαινέσει κάποιος τους Λακεδαιμόνιους. Αυτοί ασχολούνται κατεξοχήν με τους νέους και μάλιστα με τη φροντίδα και την εποπτεία του κράτους». Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι πρέπει κανείς να θεσπίσει νόμους για την εκπαίδευση και μάλιστα αυτή να έχει δημόσιο χαρακτήρα. …»
Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1337 a 11-32
Ο νομοθέτης πρέπει να θεσπίσει νόμους για την εκπαίδευση των νέων, γιατί η εκπαίδευση των νέων του κράτους ωφελεί κατεξοχήν το ίδιο το πολιτικό σύστημα, δηλαδή το πολίτευμα. Ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει συχνά στο πολιτικό του έργο την αρχή ότι η εκπαίδευση πρέπει να είναι ταιριαστή με το πολίτευμα του κράτους (παιδεύεσθαι πρὸς τὴν πολιτείαν). Ο όρος πολίτευμα άλλωστε δε δηλώνει δεν μόνο την κατανομή της πολιτικής δύναμης στην πόλη αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας τρόπος ζωής (βίος τις πόλεως 1295 α 40-ε 1). Με άλλα λόγια εάν το πολιτικό σύστημα έχει στόχο να παραγάγει πολίτες οι οποίοι θα ζήσουν σε μια δημοκρατία με ελευθερία, πρέπει να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εάν από την άλλη θέλει να δημιουργήσει πολίτες που θα ζήσουν σε μια ολιγαρχία όπου ο πλούτος είναι βασική αξία του βίου, θα εφαρμόσει ένα άλλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Επιβάλλεται να υπογραμμίζουμε όμως ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που εκθέτει στο τελευταίο βιβλίο των Πολιτικών αφορά το άριστο πολίτευμα, δηλαδή το ιδεώδες πολίτευμα, στο οποίο οι ενάρετοι πολίτες είναι μόνον οι ελεύθεροι άνθρωποι, και όχι τεχνίτες, γεωργοί και φυσικά οι δούλοι.
Στο 2ο μέρος της ενότητας ο φιλόσοφος επιχειρηματολογεί για την ανάγκη η εκπαίδευση να είναι μία και ενιαία για όλους τους νέους, και επομένως να βρίσκεται στα χέρια του κράτους και όχι των ιδιωτών, δηλαδή των γονέων.
Υπάρχει, υποστηρίζει ο φιλόσοφος, μόνο ένας σκοπός (τέλος είναι ο χαρακτηριστικός αριστοτελικός όρος) για το σύνολο της πόλης. Επομένως κάθε πολίτης αλλά και κάθε παιδί, το οποίο διαπαιδαγωγείται, ώστε στο μέλλον να αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα, έχει τον ίδιο σκοπό. Αυτή είναι και η μοναδική επιδίωξη που πρέπει να πραγματοποιήσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Επομένως το γεγονός ότι όλοι οι νέοι πρέπει να λάβουν κοινή παιδεία συνεπάγεται την ανάγκη κρατικού ελέγχου και δημόσιας εποπτείας. Ο φιλόσοφος πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά με ομοιομορφία αποτελέσματα είναι να μην επιτρέψει στον κάθε πολίτη να αποφασίσει τι θα διδαχθούν τα παιδιά του.
Το δεύτερο επιχείρημα αναπτύσσεται ως εξής: κάθε άτομο θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ως μέρος του κράτους, δηλαδή της πόλης, και επομένως η διεύθυνση του μέρους θα πρέπει να εναρμονίζεται με τη διεύθυνση του όλου, επομένως θα πρέπει να είναι στα χέρια εκείνων που διοικούν το όλον, δηλαδή το κράτος. Η πόλη δεν πρόκειται απλά να παράσχει παιδεία σε όλους τους νέους, αλλά πρέπει να απαιτήσει τη συμμετοχή όλων των παιδιών στο εκπαιδευτικό της πρόγραμμα, παρά τις ενδεχόμενες μεμονωμένες ενστάσεις ιδιωτών, δηλαδή γονέων. Και ο Πλάτων, στους Νόμους (804 d ) είχε υποστηρίξει την άποψη ότι ο πολίτης ανήκει στην πόλη και για το λόγο αυτό η κρατική εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να υπερισχύσει της γνώμης των γονέων. Ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται την άποψή του με βάση όσα έχει υποστηρίξει στο Α 13 των Πολιτικών για την αγωγή των παιδιών και των γυναικών : «Κάθε οίκος είναι μέρος της πόλης. Η κοινωνία του συζύγου και της συζύγου, των γονέων και των παιδιών είναι μέρος του οίκου. Η αρετή κάθε μέρους πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την αρετή του όλου. Συνεπώς είναι ανάγκη να εξετάσουμε τον τρόπο διακυβέρνησης του όλου, δηλαδή της πόλης, πριν ασχοληθούμε με την εκπαίδευση των παιδιών και των γυναικών, εάν θεωρήσουμε ότι η αρετή των παιδιών και των γυναικών είναι σημαντική για την αρετή της πόλης. Και πράγματι είναι σημαντική... Γι’ αυτό η αρετή της γυναίκας και του παιδιού πρέπει να ευθυγραμμίζεται με το πολίτευμα, γιατί το πολίτευμα είναι το κριτήριο για την αρετή της πόλης, δηλαδή του όλου στο οποίο ανήκει».
Η πρότασή του Αριστοτέλη για κοινή παιδεία , θα είχε ως συνέπεια την ισότητα πλούσιων και φτωχών παιδιών, ωστόσο δε δηλώνει ρητά ότι ο στόχος του είναι να ελαχιστοποιήσει ή να απαλείψει το αποτέλεσμα διαφορών στον πλούτο. Δεν υπεραμύνεται της άποψής του για ομοιόμορφη αγωγή με την αιτιολογία ότι είναι μέτρο δημοκρατικό ή ισοπεδωτικό. Ούτε και αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφαλίζονται τα ποσά που απαιτούνται για τη δημόσια εκπαίδευση. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι ακροατές-αναγνώστες θα δεχτούν την άποψή του για τη δημόσια παιδεία στηριγμένος στις πεποιθήσεις των σύγχρονών του: οι Έλληνες της εποχής του συμφωνούσαν ότι οι πολίτες όφειλαν να επιτελούν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις στη πόλη τους, να πληρώνουν φόρους, να παντρεύονται και να αποκτούν παιδιά, να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή και να αναλαμβάνουν αξιώματα. Αυτά τα συγκεκριμένα καθήκοντα δίνουν νόημα στη φράση «ανήκουμε στην πόλη». Η θέση του φιλοσόφου για την παιδεία δηλώνει απλά ότι ο κάθε πολίτης πρέπει να δει τον εαυτό του ως συνεργάτη, ο οποίος συνεισφέρει στο καλό ολόκληρης της κοινότητας. Με δεδομένο το γεγονός ότι όλοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στην παιδεία, θεωρείται λογικό να δεχτούν όλοι το καθήκον να συμμετάσχουν στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Δ. Κ. Σ, δ. φ., Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Θέση

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

μάνα μητέρα μαμά


16 Μαρτίου 2010

με δυο φιλιά της μάνας μου, με χούφτα γη της γης μου

Δ. Σολωμός, Πόρφυρας


Αντικαταστάσεις

Η μητέρα είχε ένα καλαμένιο πανέρι γεμάτο κουβαρίστρες, δαχτυλήθρες, βελόνες, κουμπιά, κρίκους, αγκράφες. Ήταν ένα σωστό περιβολάκι όπου περιδιάβαζαν τα όνειρα της μητέρας. Μια γαλάζια κλωστή άνοιγε ένα πορτάκι στον ουρανό. Επάνω σε μια πράσινη κλωστή περπάταγαν σα σκοινοβάτες φύλλα, παπαγαλάκια, μικρά παγόνια, ένα πουλί με κόκκινη ομπρέλα, μια αναίτια απογευματινή λύπη, ώσπου να φτάσουν με αλλεπάλληλα μικρά πηδήματα στο στρογγυλό τελάρο της μητέρας με το τεζαρισμένο ατλάζι. Εγώ αφαιρούσα κάθε μέρα ένα κομμάτι απ’ τα δέντρα, απ’ το φως, απ’ τον αέρα και τα πρόσθετα στο κέντημα της μητέρας. Ώσπου, σιγά σιγά, έγινε μια μυστική ανταλλαγή ανάμεσα στο σπίτι μας και στο ύπαιθρο. Τα έπιπλά μας δώσανε τη θέση τους σε πουλιά, πηγές, θάμνους. Έτσι, λίγο λίγο άδειασε και το ύπαιθρο απ’την πρασινάδα του και γέμισε καναπέδες, ντουλάπες, καθρέφτες και κουρτίνες. Ο πατέρας, φαίνεται, δεν πήρε είδηση, απ’ αυτή την αλλαγή, γιατί εξακολουθούσε να τινάζει τη στάχτη του τσιγάρου του μέσα σ’ένα κρίνο-δηλαδή στο ίδιο μέρος που ήταν άλλοτε το σταχτοδοχείο. Εγώ κι η μητέρα κοιταζόμαστε κρυφά και κουνούσαμε το κεφάλι μας χαμογελώντας. Τότε άρχισα κι εγώ να καπνίζω, για να κρύβω τα μάτια μου πίσω από τον καπνό. Αργότερα, ένα παιδί κρατούσε ένα ίδιο πανέρι και πουλούσε κεράσια. Αμέσως το αγάπησα. «Το καλάθι της μητέρας» του λέω. Αυτός με κοιτάει. Βγάζει και μου δίνει δυο κεράσια. Δεν είναι πια η μητέρα να κουνήσουμε μαζί το κεφάλι χαμογελώντας. «Ευχαριστώ», του λέω και του δίνω δυο δεκάρες. «Εγώ στα χάρισα- μου λέει. Δε θέλω πλερωμή». Μου πέταξε τις δεκάρες μπρος στα πόδια μου. Τις μάζεψα. Κρατώ τα κεράσια με τ’ αριστερό μου χέρι. Λέω τώρα να φυτέψω τα κουκούτσια τους μέσα σε δυο δαχτυλήθρες, στο πανέρι της μητέρας. Και βέβαια που θα φυτρώσουν δυο μικρές κερασιές στη θέση που κεντούσαν τα χέρια της. Και θα’ χουν την ίδια μακρόθυμη έκφρασή της. «Ευχαριστώ», του λέω ξανά. Επειδή τον αγαπούσα πολύ και δεν μπορούσα να θυμώσω.

Γ. Ρίτσος, Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του, σελ. 23-24, τ. 1ος

Από ένα αφιέρωμα στο Γ. Ρίτσο
















Στοιχεία ταυτότητος



Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π. Χ- εξίσου πιθανόν
το 903 μ. Χ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος
στη σύγχρονη Σχολή του Αγώνα. Επάγγελμά μου:
λόγια και λόγια,- τι να’ κανα; Ρακοσυλλέκτη με είπαν. Και τώντι.
Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της υπόγειας Κό-
ρης,
κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δύο φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσακούλα
του Μεγάλου Τυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία χρόνια, μου δωσαν
την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909.
Βολεύτηκα μ’ αυτήν και μένω. Τέλος,
το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσιγάρο. Τότε
Κατάφθασαν οι κόλακες. Με προσκυνούσαν. Μου περνούσαν στα δάχτυλα
λαμπρά δαχτυλίδια. Οι ανίδεοι δεν ξέραν
πως τα’ χα φτιάξει εγώ με τα’ άδεια τους φυσίγγια που ‘ χαν μείνει στους
λόφους.
Γι’ αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους αντάμειψα πλούσια
Με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως
Το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Άκρα Μινώα.

ΙΒ, 449


[ …]
Πόσοι βασιλιάδες άλλαξαν από τότε; Πόσες επαναστάσεις έγιναν;
Είχαμε, λέει, και σύντομες περιόδους μιας απίθανης οχλοκρατίας.
Και μια στιγμή γνήσιας δημοκρατίας. Δεν ξέρω.
Θαρρώ πως κάποιον που τον εκτελέσαν, τον ξέθαψαν με τιμές
και τον στήσαν, σκελετό, πάνω στο θρόνο- είχαν στεριώσει
με σύρματα τα οστά του και τον είχαν ντύσει
με μανδύα ολοπόρφυρο- είχαν ραντίσει μ’ ανθόνερο την αίθουσα,
μιλούσαν απ’ τους εξώστες, κανείς δεν καταλάβαινε. Έναν άλλον
τον κηδέψαν μ’ αφάνταστες τιμές- ολόκληρο δάσος μεσίστιες σημαίες,
δεν έμεινε πλατεία ή πάρκο χωρίς το άγαλμά του. Σε λίγο
κάποια μανία τους κυρίευσε όλους- μήτε καλοθυμάμαι-
χειρονομούσαν, τρέχαν, φώναζαν, σπάζαν τους ανδριάντες του
κι είταν παράξενο να βλέπεις τους ανθρω΄πους να πολεμούν με’ τα’ αγάλ-
ματα.
Άλλοι μετέφεραν τη νύχτα κομμάτια απ’ τα μάρμαρα,
τάφτιαχναν σκαμνιά ή χτίζαν το τζάκι τους. Βρήκαν
κι’ έναν στρατιώτη πούχε κρύψει κάτω απ’ το μαξιλάρι του
το μαρμαρένιο χέρι του εκπτώτου με σφιγμένα δάχτυλα
σαν κάτι νάκρυβε, σαν κάτι να κρατούσε ακόμη απ’ την παλιά εξουσία του
ή από μιαν άλλη- την αιώνια εξουσία του θανάτου. Τι μπορείς να πι-
στέψεις
μέσα σε τόσες διηγήσεις; Μια άλλη αντίρροπη ανταρσία ξέσπασε,
τα τύμπανα χτυπούσαν όλη τη νύχτα, τα χαράματα οι σάλπιγγες,
άλλαζαν χρώματα οι σημαίες στα δημόσια μέγαρα,
δεν ήξερες ποιοι έρχονταν, ποιοι έφευγαν,
άλλαζαν οι φρουροί στην πύλη των στρατώνων,
νέοι πάντα, με αδέξιες στολές, κτηνώδεις κι ανόητοι,
ωστόσο συμπαθητικοί μες στην ανεύθυνη νεότητά τους,
κι όταν τους φώτιζαν άξαφνα τη νύχτα,
οι προβολείς των μεγάλων, σκεπασμένων αυτοκινήτων
έβλεπες, στη λεπτή χλωμάδα τους, πως είταν αθώοι,
πως το μόνο που θέλαν είταν να κοιμηθούν κι αυτοί με τα ρούχα τους
έστω και με τις αρβύλες τους-
[ …]

Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού, 146-147, Μυκήνες, Μάης 1960.
Από την Τέταρτη Διάσταση





Εκείνη η νύχτα. Πότε. Πού;

Πάντως ήταν νύχτα. Νύχτα βαθιά, βουνίσια, δασική, άγρια στην ησυχία της και στη μυστική πολυφωνία της των άστρων, των πουλιών, των ζώων, των κρυφών νερών, των βράχων, των φυτών, των τεντωμένων ελαστικών κλαδιών- φωνές, κραυγές, ήχοι, ψίθυροι, παφλασμοί, τριξίματα, βαριά πατήματα, σπίθες, λάμψεις, σκιές, μια αναβολή, μια μεταποίηση, κουκουβάγιες, ελάφια, κάστορες, άλογα, μια λεοπάρδαλις, πίθηκοι, μαϊμούδες, τίγρεις, λιοντάρια, ελέφαντες, σαρκώδη φύλλα, διασταυρώσεις, τσιρίγματα, βίτσισμα κλώνων, μεγάλα έντομα, μια στη σκιά των δέντρων, μια στην αστροφεγγιά, μια στο φεγγαρόφωτο, κργού-γρούγκ, κβα-τρίιιιι, τρούου, κβάου, μπιρ, τράα, βήχας, φτερνίσματα, τρίξιμο δοντιών, μεγάλες ουρές σέρνοντας θάμνους, αιδοία υγρά ολάνοιχτα, εκσπερματώσεις, παχύρρευστοι καταρράκτες, τριχώματα, αγκάθια, ανταλλαγή της ύλης, πάθος, πάλη, συνουσίες, ονειρώξεις διαττόντων, χοντρές στάλες σε φαρδιά φύλλα, τραχιές γλώσσες γλείφοντας φτέρνες, γόνατα, πέη, κοιλιές, στόματα, στήθια, αυτιά, λαιμούς, μαλλιά, ρουθούνια, φλατς, φλούτς, σριφς, γκρούου, κρικ, τρίιιι, τρούου, μπόχβα, μπριν, γκλιν, καβλαγκρίρμπα, τρόουν, κι η μεγάλη αρκούδα αιωνιότητα, πλατς πλατς πλατς, μ’ ένα φεγγάρι στα δόντια της, μ’ ένα στεφάνι κισσού γύρω στ’ αυτιά της, που θα μου πας θα σε καβαλικέψω, εγώ θα σε πάω εκεί που θέλω (πού; ) κι όχι εσύ, μαζί θα τον χορέψουμε έναν τσάμικο ροκ, τρία γυμνά αραπάκια παίζουν ακορντεόν, τρία ελληνόπουλα παίζουν σουραύλια, περνάει κι ο στερνογιός του Ρήγα στη ράχη ενός τεράστιου ελέφαντα, ολόγυμνος κι αυτός αλλά με μαύρες μπότες ψηλές ως τα γόνατα. Ο ελέφαντας αργοσαλεύει δυο πλατιά καουτσουκένια αυτιά σαν δυο θεόρατες νυχτερίδες, ύστερα σηκώνει την προβοσκίδα του ολόκληρο κύκλο ως πάνω από το σβέρκο του και πασπατεύει το φαλλό του αγοριού. Το παλικάρι παθαίνει στύση. Σηκώνεται όρθιο στην πλάτη του ελέφαντα και προσπαθεί να τη χώσει στην τρύπα του φεγγαριού. Όμως πιο πέρα τρεις νέγροι και τρεις νέγρες, τσίτσιδοι όλοι, ανάβουν μια φωτιά με ξερόκλαδα και στήνουν γύρω της χορό. Σαλεύουν τα βυζιά των γυναικών και τα μακριά μασούρια των ανδρών. Θαρρείς πως θα ριχτούν από στιγμή σε στιγμή ο ένας πάνου στον άλλον, σε μια αλυσίδα κι οι έξι, σ’ ένα ξέφρενο ερωτικό σπαρτάρισμα. Όχι όμως. Συνεχίζουν το χορό τους ο καθένας μόνος. Ολόκληρος μες στη γύμνια του, όλοι αφοσιωμένοι στο χωριστό αφηνίασμά τους. Σώματα μπακιρένια, λαστιχένια, μαυροκοκκινισμένα απ’ τη φωτιά. Γκλιν γκλαν τα ποδοβράχιολα των γυναικών. Κόβεται το κολιέ της μιας. Σκύβουν κι οι έξι. Μαζεύουνε μια τις χάντρες. Φαίνουνται μόνο τα διπλά μισοφέγγαρα των πισινών τους. Κάτου από τους κώλους των γυναικών τα’ αυγουλωτά μουνόχειλα. Κάτου από τους κώλους των αντρών τα μαλακά τους καμπανέλια πέρα δώθε. Τριζοβολάει η φωτιά, τινάζει στον αέρα δαγκάνες αστακών, χρυσόψαρα, κοράλλια. Όλα είναι σπίθες, καύλα, σάρκες, κόκαλα, άστρα….. [ …]

Ο γέροντας με τους χαρταετούς, 13-15. από το Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων.