Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Από ένα αφιέρωμα στο Γ. Ρίτσο
















Στοιχεία ταυτότητος



Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π. Χ- εξίσου πιθανόν
το 903 μ. Χ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος
στη σύγχρονη Σχολή του Αγώνα. Επάγγελμά μου:
λόγια και λόγια,- τι να’ κανα; Ρακοσυλλέκτη με είπαν. Και τώντι.
Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της υπόγειας Κό-
ρης,
κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος, δύο φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσακούλα
του Μεγάλου Τυφλού. Στο Ληξιαρχείο, τα τελευταία χρόνια, μου δωσαν
την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909.
Βολεύτηκα μ’ αυτήν και μένω. Τέλος,
το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσιγάρο. Τότε
Κατάφθασαν οι κόλακες. Με προσκυνούσαν. Μου περνούσαν στα δάχτυλα
λαμπρά δαχτυλίδια. Οι ανίδεοι δεν ξέραν
πως τα’ χα φτιάξει εγώ με τα’ άδεια τους φυσίγγια που ‘ χαν μείνει στους
λόφους.
Γι’ αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια, τους αντάμειψα πλούσια
Με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως
Το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Άκρα Μινώα.

ΙΒ, 449


[ …]
Πόσοι βασιλιάδες άλλαξαν από τότε; Πόσες επαναστάσεις έγιναν;
Είχαμε, λέει, και σύντομες περιόδους μιας απίθανης οχλοκρατίας.
Και μια στιγμή γνήσιας δημοκρατίας. Δεν ξέρω.
Θαρρώ πως κάποιον που τον εκτελέσαν, τον ξέθαψαν με τιμές
και τον στήσαν, σκελετό, πάνω στο θρόνο- είχαν στεριώσει
με σύρματα τα οστά του και τον είχαν ντύσει
με μανδύα ολοπόρφυρο- είχαν ραντίσει μ’ ανθόνερο την αίθουσα,
μιλούσαν απ’ τους εξώστες, κανείς δεν καταλάβαινε. Έναν άλλον
τον κηδέψαν μ’ αφάνταστες τιμές- ολόκληρο δάσος μεσίστιες σημαίες,
δεν έμεινε πλατεία ή πάρκο χωρίς το άγαλμά του. Σε λίγο
κάποια μανία τους κυρίευσε όλους- μήτε καλοθυμάμαι-
χειρονομούσαν, τρέχαν, φώναζαν, σπάζαν τους ανδριάντες του
κι είταν παράξενο να βλέπεις τους ανθρω΄πους να πολεμούν με’ τα’ αγάλ-
ματα.
Άλλοι μετέφεραν τη νύχτα κομμάτια απ’ τα μάρμαρα,
τάφτιαχναν σκαμνιά ή χτίζαν το τζάκι τους. Βρήκαν
κι’ έναν στρατιώτη πούχε κρύψει κάτω απ’ το μαξιλάρι του
το μαρμαρένιο χέρι του εκπτώτου με σφιγμένα δάχτυλα
σαν κάτι νάκρυβε, σαν κάτι να κρατούσε ακόμη απ’ την παλιά εξουσία του
ή από μιαν άλλη- την αιώνια εξουσία του θανάτου. Τι μπορείς να πι-
στέψεις
μέσα σε τόσες διηγήσεις; Μια άλλη αντίρροπη ανταρσία ξέσπασε,
τα τύμπανα χτυπούσαν όλη τη νύχτα, τα χαράματα οι σάλπιγγες,
άλλαζαν χρώματα οι σημαίες στα δημόσια μέγαρα,
δεν ήξερες ποιοι έρχονταν, ποιοι έφευγαν,
άλλαζαν οι φρουροί στην πύλη των στρατώνων,
νέοι πάντα, με αδέξιες στολές, κτηνώδεις κι ανόητοι,
ωστόσο συμπαθητικοί μες στην ανεύθυνη νεότητά τους,
κι όταν τους φώτιζαν άξαφνα τη νύχτα,
οι προβολείς των μεγάλων, σκεπασμένων αυτοκινήτων
έβλεπες, στη λεπτή χλωμάδα τους, πως είταν αθώοι,
πως το μόνο που θέλαν είταν να κοιμηθούν κι αυτοί με τα ρούχα τους
έστω και με τις αρβύλες τους-
[ …]

Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού, 146-147, Μυκήνες, Μάης 1960.
Από την Τέταρτη Διάσταση





Εκείνη η νύχτα. Πότε. Πού;

Πάντως ήταν νύχτα. Νύχτα βαθιά, βουνίσια, δασική, άγρια στην ησυχία της και στη μυστική πολυφωνία της των άστρων, των πουλιών, των ζώων, των κρυφών νερών, των βράχων, των φυτών, των τεντωμένων ελαστικών κλαδιών- φωνές, κραυγές, ήχοι, ψίθυροι, παφλασμοί, τριξίματα, βαριά πατήματα, σπίθες, λάμψεις, σκιές, μια αναβολή, μια μεταποίηση, κουκουβάγιες, ελάφια, κάστορες, άλογα, μια λεοπάρδαλις, πίθηκοι, μαϊμούδες, τίγρεις, λιοντάρια, ελέφαντες, σαρκώδη φύλλα, διασταυρώσεις, τσιρίγματα, βίτσισμα κλώνων, μεγάλα έντομα, μια στη σκιά των δέντρων, μια στην αστροφεγγιά, μια στο φεγγαρόφωτο, κργού-γρούγκ, κβα-τρίιιιι, τρούου, κβάου, μπιρ, τράα, βήχας, φτερνίσματα, τρίξιμο δοντιών, μεγάλες ουρές σέρνοντας θάμνους, αιδοία υγρά ολάνοιχτα, εκσπερματώσεις, παχύρρευστοι καταρράκτες, τριχώματα, αγκάθια, ανταλλαγή της ύλης, πάθος, πάλη, συνουσίες, ονειρώξεις διαττόντων, χοντρές στάλες σε φαρδιά φύλλα, τραχιές γλώσσες γλείφοντας φτέρνες, γόνατα, πέη, κοιλιές, στόματα, στήθια, αυτιά, λαιμούς, μαλλιά, ρουθούνια, φλατς, φλούτς, σριφς, γκρούου, κρικ, τρίιιι, τρούου, μπόχβα, μπριν, γκλιν, καβλαγκρίρμπα, τρόουν, κι η μεγάλη αρκούδα αιωνιότητα, πλατς πλατς πλατς, μ’ ένα φεγγάρι στα δόντια της, μ’ ένα στεφάνι κισσού γύρω στ’ αυτιά της, που θα μου πας θα σε καβαλικέψω, εγώ θα σε πάω εκεί που θέλω (πού; ) κι όχι εσύ, μαζί θα τον χορέψουμε έναν τσάμικο ροκ, τρία γυμνά αραπάκια παίζουν ακορντεόν, τρία ελληνόπουλα παίζουν σουραύλια, περνάει κι ο στερνογιός του Ρήγα στη ράχη ενός τεράστιου ελέφαντα, ολόγυμνος κι αυτός αλλά με μαύρες μπότες ψηλές ως τα γόνατα. Ο ελέφαντας αργοσαλεύει δυο πλατιά καουτσουκένια αυτιά σαν δυο θεόρατες νυχτερίδες, ύστερα σηκώνει την προβοσκίδα του ολόκληρο κύκλο ως πάνω από το σβέρκο του και πασπατεύει το φαλλό του αγοριού. Το παλικάρι παθαίνει στύση. Σηκώνεται όρθιο στην πλάτη του ελέφαντα και προσπαθεί να τη χώσει στην τρύπα του φεγγαριού. Όμως πιο πέρα τρεις νέγροι και τρεις νέγρες, τσίτσιδοι όλοι, ανάβουν μια φωτιά με ξερόκλαδα και στήνουν γύρω της χορό. Σαλεύουν τα βυζιά των γυναικών και τα μακριά μασούρια των ανδρών. Θαρρείς πως θα ριχτούν από στιγμή σε στιγμή ο ένας πάνου στον άλλον, σε μια αλυσίδα κι οι έξι, σ’ ένα ξέφρενο ερωτικό σπαρτάρισμα. Όχι όμως. Συνεχίζουν το χορό τους ο καθένας μόνος. Ολόκληρος μες στη γύμνια του, όλοι αφοσιωμένοι στο χωριστό αφηνίασμά τους. Σώματα μπακιρένια, λαστιχένια, μαυροκοκκινισμένα απ’ τη φωτιά. Γκλιν γκλαν τα ποδοβράχιολα των γυναικών. Κόβεται το κολιέ της μιας. Σκύβουν κι οι έξι. Μαζεύουνε μια τις χάντρες. Φαίνουνται μόνο τα διπλά μισοφέγγαρα των πισινών τους. Κάτου από τους κώλους των γυναικών τα’ αυγουλωτά μουνόχειλα. Κάτου από τους κώλους των αντρών τα μαλακά τους καμπανέλια πέρα δώθε. Τριζοβολάει η φωτιά, τινάζει στον αέρα δαγκάνες αστακών, χρυσόψαρα, κοράλλια. Όλα είναι σπίθες, καύλα, σάρκες, κόκαλα, άστρα….. [ …]

Ο γέροντας με τους χαρταετούς, 13-15. από το Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου