Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Η δημόσια εκπαίδευση και ο πολίτης



Η δημόσια εκπαίδευση και ο πολίτης

Στις περισσότερες πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας κατά τον 5ο και 4ο αι. π. Χ. η εκπαίδευση είναι στα χέρια ιδιωτών και όχι του κράτους, το σχολείο δηλαδή είναι ιδιωτική υπόθεση. Γνωρίζουμε πολλά σχολεία της εποχής, όπως το σχολείο του Αθηναίου Φειδόστρατου, που μνημονεύει ο Πλάτων στο διάλογο Ἱππίας μείζων, ακόμη και σχολεία εταιρών, στα οποία διδάσκονταν χορός και αυλός . Η μόνη ίσως εξαίρεση στη γενικευμένη ιδιωτική εκπαίδευση φαίνεται να είναι η Σπάρτη για την οποία ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια σημειώνει με έμφαση: «Φαίνεται ωστόσο ότι μόνο στην πόλη των Λακεδαιμονίων και σε κάτι λίγες πόλεις ο νομοθέτης έλαβε πρόνοια για τα θέματα της ανατροφής και των ασχολιών των ανθρώπων», παρόλο που σε άλλο σημείο του έργου διαφωνεί με το στόχο του σπαρτιατικού εκπαιδευτικού συστήματος που είναι ο πόλεμος και η κυριαρχία.
Με την εκπαίδευση όμως στην αρχαία Ελλάδα συνδέεται άρρηκτα το ζήτημα της εγγραμματοσύνης, εκτεταμένης ή περιορισμένης, τόσο στην αρχαία Αθήνα όσο και στις άλλες πόλεις. Με βάση διάφορες πηγές, όπως αγγειογραφίες, και μαρτυρίες με αναφορά σχολείων από τον Ηρόδοτο ( 6.27.2) στη Χίο, από τον Παυσανία (6.9.6-7) στην Αστυπάλαια και από τον Θουκυδίδη 7.29.5 στη Μυκαλησσό της Βοιωτίας, σε μικρές δηλαδή πόλεις, φαίνεται να υποστηρίζεται η άποψη της ύπαρξης εγγραμματοσύνης όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στον αρχαίο κόσμο γενικότερα. Στην αρχαία Αθήνα πάντως μπορούμε να πούμε ότι οι Αθηναίοι πολίτες σε μεγάλο βαθμό γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, αφού η λειτουργία τους ως πολιτών και η άσκηση των καθηκόντων τους ως αρχόντων επέτασσε στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις. Το πλήθος όμως των Αθηναίων δε διέθετε τις απαραίτητες γνώσεις, προκειμένου να επιδοθεί σε συχνή και απρόσκοπτη μελέτη με στόχο την απόλαυση και την καλλιέργεια. Όσον αφορά τις εγγράμματες γυναίκες, για τις οποίες απουσιάζουν οι γραπτές μαρτυρίες, η αγγειογραφία όμως της εποχής εμφανίζει πολλές, φαίνεται ότι οι κόρες πλούσιων οικογενειών πήγαιναν στα σχολεία. Την κλασική εποχή, αν δεχτούμε ότι σε σύγκριση με τους πολίτες άλλων πόλεων, περισσότεροι ήταν οι Αθηναίοι που είχαν μάθει να διαβάζουν και να γράφουν, θα τους είχε ενθαρρύνει η σύνδεση της γραφής στην Αθήνα με τη δημοκρατία, τις δημόσιες επιγραφές και τους γραπτούς νόμους. Οι συσχετίσεις αυτές προσέδιδαν στη γραφή σταδιακά την εμπιστοσύνη του κόσμου για ασφαλείς δημόσιες και ιδιωτικές συναλλαγές.
Η ιδιωτική εκκπαίδευση στην Αθήνα περιγράφεται στον πασίγνωστο πλατωνικό Πρωταγόρα. Δύο στοιχεία της πλατωνικής αφήγησης αξίζει να επισημανθούν. Το πρώτο είναι ότι οι γονείς δε στοχεύουν μόνο στην απόκτηση γνώσεων, αλλά και στην αγωγή των νέων, τη διάπλαση του ψυχισμού τους μέσω και της μουσικής: στόχος είναι να «στεριώσουν στις παιδικές ψυχές οι ρυθμοί και οι αρμονίες» (εὐρυθμία, εὐαρμοστία). Το δεύτερο είναι η ομολογία του φιλοσόφου για το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο της εκπαίδευσης: «αυτά βέβαια τα κάνουν όσοι διαθέτουν τα πιο πολλά μέσα, κι αυτοί είναι κατεξοχήν οι πλούσιοι. Αυτών τα παιδιά αρχίζουν να πηγαίνουν στους δασκάλους πολύ πιο νωρίς από τους συνομηλίκους τους και να σταματούν τις σπουδές τους πολύ πιο αργά» (326 c) . Ο ίδιος ο Πλάτων όμως στις πολιτικές φιλοσοφικές μελέτες του, που αποτυπώνονται στην Πολιτεία και στους Νόμους, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που προτείνει ο ίδιος, θεωρεί την παιδεία ως τον κατεξοχήν μοχλό διαμόρφωσης των ανθρώπων και εισηγείται την επίσημη κρατική εκπαίδευση.
Ο Αριστοτέλης πιστεύει κι αυτός ότι η παιδεία συνδέεται άρρηκτα με την αγωγή των νέων, των μελλοντικών δηλαδή πολιτών του κράτους, πολιτική δηλαδή και παιδεία δεν είναι ανεξάρτητες δραστηριότητες, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Ο όρος παιδεία αρχικά σημαίνει την εκπαίδευση των νέων και με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται κυρίως στα Πολιτικά. Στις αναλύσεις όμως τόσο στο ίδιο έργο όσο και στις ηθικές πραγματείες του ( η τελευταία χρονολογικά και πιο ολοκληρωμένη είναι τα Ηθικά Νικομάχεια ) ο φιλόσοφος υιοθετεί και τη σημασία που έχει αναπτυχθεί τον 4ο αι., δηλαδή της καλλιέργειας, της κουλτούρας του ενήλικου αλλά και του ηλικιωμένου: «αυτός που έχει πάρει μια γενική μόρφωση (πεπαιδευμένος) είναι γενικά καλός κριτής των πραγμάτων» Ηθ. Νικ. Α 3.
Ο όρος παιδεία συνδέεται επίσης στενά με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του πολίτη. Κατά βάση στις αναλύσεις των Πολιτικών εκτός από τις κοινωνικές ομάδες των πλουσίων (εὔποροι) και των φτωχών (ἄποροι) αναφέρονται συχνά οι όροι ἐπιεικεῖς (λογικοί, αξιοσέβαστοι, ακριβοδίκαιοι) χαρίεντες (μορφωμένοι, καλλιεργημένοι) στους οποίους η παιδεία αποδίδεται ως βασικό χαρακτηριστικό. Ταυτόχρονα αποτελούν μέλη μιας αριστοκρατικής ομάδας που χαρακτηρίζεται από κληρονομημένο πλούτο, ευγενική καταγωγή, καλή ανατροφή και παιδεία.
Το αριστοτελικό έργο στο οποίο εξετάζεται λεπτομερώς η εκπαίδευση και η στενή σύνδεσή της με την πολιτική είναι τα Πολιτικά. Στα οκτώ βιβλία του έργου με το οποίο ολοκληρώνεται η αριστοτελική φιλοσοφία για την ανθρώπινη συμβίωση, είναι εμφανής η ύπαρξη δύο κεντρικών αξόνων γύρω από τους οποίους οργανώνονται οι έρευνες του φιλοσόφου: Ο πρώτος άξονας συγκροτείται από έρευνες για το σχεδιασμό ενός άριστου, ιδανικού κράτους, μιας ουτοπίας (Η-Θ), αφού έχει εξετάσει τις απόψεις παλαιότερων πολιτικών στοχαστών ή θεωρητικών της πολιτικής για το θέμα αυτό (Φαλέας, Ιππόδαμος και Πλάτων) (Β) και έχει καθορίσει τις έννοιες, πόλις (Α), πολίτης και πολιτεία ( τρόπος διακυβέρνησης, το πολίτευμα) διακρίνοντας τα ορθά πολιτεύματα από τα εσφαλμένα (Γ). Στο δεύτερο άξονα εντάσσεται το υλικό των βιβλίων (Δ-Ε-Ζ), το εμπειρικό μέρος, όπως ονομάστηκε από τους ερευνητές, στο οποίο μελετά όλες τις μορφές των υπαρχόντων πολιτευμάτων, δηλαδή των ιστορικών κρατών του 4ου αι. π. Χ.
Στο τέλος του Η (7) βιβλίου των Πολιτικών, όπου εξετάζει το άριστο πολίτευμα, ο φιλόσοφος εξαγγέλλει το σχέδιο της έρευνας που θα ακολουθήσει στο επόμενο και τελευταίο ημιτελές βιβλίο (Θ): «πρώτα πρώτα, τονίζει ο Αριστοτέλης, πρέπει να εξετάσουμε εάν θα καθορίσουμε κανόνες που να διέπουν την εκπαίδευση των παιδιών. Στη συνέχεια εάν η εκπαίδευση των παιδιών θα πρέπει να είναι στα χέρια του κράτους ή των ιδιωτών, όπως συμβαίνει ακόμα και τώρα στις περισσότερες πόλεις-κράτη. Τέλος πρέπει να καθορίσουμε τη φύση των κανόνων που θα διέπουν την εκπαίδευση. (1337 α 2-6)».
Στο επόμενο Θ (8ο) βιβλίο εξετάζονται τα εξής θέματα: α. η ανάγκη η νομοθεσία να ρυθμίζει τα ζητήματα της εκπαίδευσης για πολιτικούς και ηθικούς λόγους. β. η αναγκαιότητα η δημόσια παιδεία να βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο. γ. η απουσία σαφούς άποψης για τα αντικείμενα της εκπαίδευσης και οι αντικρουόμενες απόψεις. δ. ο ρόλος της γυμναστικής στο εκπαιδευτικό σύστημα και ε. οι σκοποί και οι μέθοδοι της μουσικής.
«Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο νομοθέτης πρέπει να ασχολείται με την εκπαίδευση των νέων. Στις πόλεις που δε συμβαίνει αυτό παθαίνει ζημιά το πολίτευμα. Γιατί πρέπει η εκπαίδευση των νέων να εναρμονίζεται με το πολίτευμα της πόλης. Το ιδιαίτερο ήθος κάθε πολιτεύματος συνήθως και διαφυλάττει το πολίτευμα και το εγκαθιδρύει από την αρχή, το δημοκρατικό ήθος τη δημοκρατία, το ολιγαρχικό ήθος την ολιγαρχία. Και πάντοτε το καλύτερο ήθος είναι η αιτία του καλύτερου πολιτεύματος. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι υπάρχουν πράγματα στα οποία εκπαιδεύεται κανείς για κάθε δεξιότητα και για κάθε τέχνη και εθίζεται για να κάνει τις εργασίες της τέχνης αυτής, επομένως είναι φανερό ότι το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τις πράξεις της αρετής.
Επειδή ένας είναι ο σκοπός της πόλης, είναι ολοφάνερο ότι είναι ανάγκη η παιδεία να είναι μία και αυτή για όλους. Η φροντίδα για την παιδεία πρέπει να είναι δημόσια και όχι ιδιωτική, όπως συμβαίνει σήμερα : ο κάθε γονέας φροντίζει για τα παιδιά του και τους διδάσκει ό,τι φαίνεται στον ίδιο καλό και κατάλληλο. Επιβάλλεται λοιπόν για υποθέσεις κοινές, όπως είναι η εκπαίδευση, να είναι κοινή και η προετοιμασία, η άσκηση και η εποπτεία τους. Ακόμη δεν πρέπει ο κάθε πολίτης να θεωρεί ότι ανήκει στον εαυτό του, αλλά όλοι ανήκουν στην πόλη, γιατί ο καθένας είναι μέρος της πόλης. Και η φροντίδα του κάθε μέρους είναι φυσικά ανάγκη να αποβλέπει στη φροντίδα του όλου. Γι’ αυτό πρέπει να επαινέσει κάποιος τους Λακεδαιμόνιους. Αυτοί ασχολούνται κατεξοχήν με τους νέους και μάλιστα με τη φροντίδα και την εποπτεία του κράτους». Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι πρέπει κανείς να θεσπίσει νόμους για την εκπαίδευση και μάλιστα αυτή να έχει δημόσιο χαρακτήρα. …»
Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1337 a 11-32
Ο νομοθέτης πρέπει να θεσπίσει νόμους για την εκπαίδευση των νέων, γιατί η εκπαίδευση των νέων του κράτους ωφελεί κατεξοχήν το ίδιο το πολιτικό σύστημα, δηλαδή το πολίτευμα. Ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει συχνά στο πολιτικό του έργο την αρχή ότι η εκπαίδευση πρέπει να είναι ταιριαστή με το πολίτευμα του κράτους (παιδεύεσθαι πρὸς τὴν πολιτείαν). Ο όρος πολίτευμα άλλωστε δε δηλώνει δεν μόνο την κατανομή της πολιτικής δύναμης στην πόλη αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας τρόπος ζωής (βίος τις πόλεως 1295 α 40-ε 1). Με άλλα λόγια εάν το πολιτικό σύστημα έχει στόχο να παραγάγει πολίτες οι οποίοι θα ζήσουν σε μια δημοκρατία με ελευθερία, πρέπει να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εάν από την άλλη θέλει να δημιουργήσει πολίτες που θα ζήσουν σε μια ολιγαρχία όπου ο πλούτος είναι βασική αξία του βίου, θα εφαρμόσει ένα άλλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Επιβάλλεται να υπογραμμίζουμε όμως ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που εκθέτει στο τελευταίο βιβλίο των Πολιτικών αφορά το άριστο πολίτευμα, δηλαδή το ιδεώδες πολίτευμα, στο οποίο οι ενάρετοι πολίτες είναι μόνον οι ελεύθεροι άνθρωποι, και όχι τεχνίτες, γεωργοί και φυσικά οι δούλοι.
Στο 2ο μέρος της ενότητας ο φιλόσοφος επιχειρηματολογεί για την ανάγκη η εκπαίδευση να είναι μία και ενιαία για όλους τους νέους, και επομένως να βρίσκεται στα χέρια του κράτους και όχι των ιδιωτών, δηλαδή των γονέων.
Υπάρχει, υποστηρίζει ο φιλόσοφος, μόνο ένας σκοπός (τέλος είναι ο χαρακτηριστικός αριστοτελικός όρος) για το σύνολο της πόλης. Επομένως κάθε πολίτης αλλά και κάθε παιδί, το οποίο διαπαιδαγωγείται, ώστε στο μέλλον να αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα, έχει τον ίδιο σκοπό. Αυτή είναι και η μοναδική επιδίωξη που πρέπει να πραγματοποιήσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Επομένως το γεγονός ότι όλοι οι νέοι πρέπει να λάβουν κοινή παιδεία συνεπάγεται την ανάγκη κρατικού ελέγχου και δημόσιας εποπτείας. Ο φιλόσοφος πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά με ομοιομορφία αποτελέσματα είναι να μην επιτρέψει στον κάθε πολίτη να αποφασίσει τι θα διδαχθούν τα παιδιά του.
Το δεύτερο επιχείρημα αναπτύσσεται ως εξής: κάθε άτομο θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ως μέρος του κράτους, δηλαδή της πόλης, και επομένως η διεύθυνση του μέρους θα πρέπει να εναρμονίζεται με τη διεύθυνση του όλου, επομένως θα πρέπει να είναι στα χέρια εκείνων που διοικούν το όλον, δηλαδή το κράτος. Η πόλη δεν πρόκειται απλά να παράσχει παιδεία σε όλους τους νέους, αλλά πρέπει να απαιτήσει τη συμμετοχή όλων των παιδιών στο εκπαιδευτικό της πρόγραμμα, παρά τις ενδεχόμενες μεμονωμένες ενστάσεις ιδιωτών, δηλαδή γονέων. Και ο Πλάτων, στους Νόμους (804 d ) είχε υποστηρίξει την άποψη ότι ο πολίτης ανήκει στην πόλη και για το λόγο αυτό η κρατική εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να υπερισχύσει της γνώμης των γονέων. Ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται την άποψή του με βάση όσα έχει υποστηρίξει στο Α 13 των Πολιτικών για την αγωγή των παιδιών και των γυναικών : «Κάθε οίκος είναι μέρος της πόλης. Η κοινωνία του συζύγου και της συζύγου, των γονέων και των παιδιών είναι μέρος του οίκου. Η αρετή κάθε μέρους πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την αρετή του όλου. Συνεπώς είναι ανάγκη να εξετάσουμε τον τρόπο διακυβέρνησης του όλου, δηλαδή της πόλης, πριν ασχοληθούμε με την εκπαίδευση των παιδιών και των γυναικών, εάν θεωρήσουμε ότι η αρετή των παιδιών και των γυναικών είναι σημαντική για την αρετή της πόλης. Και πράγματι είναι σημαντική... Γι’ αυτό η αρετή της γυναίκας και του παιδιού πρέπει να ευθυγραμμίζεται με το πολίτευμα, γιατί το πολίτευμα είναι το κριτήριο για την αρετή της πόλης, δηλαδή του όλου στο οποίο ανήκει».
Η πρότασή του Αριστοτέλη για κοινή παιδεία , θα είχε ως συνέπεια την ισότητα πλούσιων και φτωχών παιδιών, ωστόσο δε δηλώνει ρητά ότι ο στόχος του είναι να ελαχιστοποιήσει ή να απαλείψει το αποτέλεσμα διαφορών στον πλούτο. Δεν υπεραμύνεται της άποψής του για ομοιόμορφη αγωγή με την αιτιολογία ότι είναι μέτρο δημοκρατικό ή ισοπεδωτικό. Ούτε και αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφαλίζονται τα ποσά που απαιτούνται για τη δημόσια εκπαίδευση. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι ακροατές-αναγνώστες θα δεχτούν την άποψή του για τη δημόσια παιδεία στηριγμένος στις πεποιθήσεις των σύγχρονών του: οι Έλληνες της εποχής του συμφωνούσαν ότι οι πολίτες όφειλαν να επιτελούν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις στη πόλη τους, να πληρώνουν φόρους, να παντρεύονται και να αποκτούν παιδιά, να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή και να αναλαμβάνουν αξιώματα. Αυτά τα συγκεκριμένα καθήκοντα δίνουν νόημα στη φράση «ανήκουμε στην πόλη». Η θέση του φιλοσόφου για την παιδεία δηλώνει απλά ότι ο κάθε πολίτης πρέπει να δει τον εαυτό του ως συνεργάτη, ο οποίος συνεισφέρει στο καλό ολόκληρης της κοινότητας. Με δεδομένο το γεγονός ότι όλοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στην παιδεία, θεωρείται λογικό να δεχτούν όλοι το καθήκον να συμμετάσχουν στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Δ. Κ. Σ, δ. φ., Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Θέση

1 σχόλιο:

  1. Όπως αναφέρετε ο φιλόσοφος υποστήριζε τη φράση ότι όλοι ανήκουμε στη πόλη… πολύ σωστά αν και πολύ φιλοσοφικό ακόμα και στην εποχή του. Όπως λοιπόν στην εποχή του έτσι και τώρα οι άρχοντες (πολιτικοί, κεφαλαιοκράτες κ.α.) δε θέλουν ίση πρόσβαση στη γνώση και κατά συνέπεια στην παιδεία του ανθρώπου. Και λέω ανθρώπου μιας και είμαι πεπεισμένος ότι κανένα κράτος δε θέλει τους πολίτες του ισότιμα μετέχοντες στην παιδεία. Γιατί δε θέλει ισότιμα μοιρασμένα τον πλούτο του….

    ΑπάντησηΔιαγραφή